ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάθομαι ( ρ. ) κάθομαι [ˈkaθome] Ανακ., Τελμ., Φλογ. κάθομι [ˈkaθomi] Τσουχούρ. κάθουμι [ˈkaθumi] Μαλακ., Μισθ., Φάρασ. κάχομαι [ˈkaxome] Αξ. κάχουμαι [ˈkaxume] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ. κάχουμι [ˈkaxumi] Μισθ., Σεμέντρ., Τσαρικ. κάρουμαι [ˈkarume] Αραβαν., Γούρδ. κάγομαι [ˈkaɣome] Ουλαγ. κάομαι [ˈkaome] Αραβ., Ουλαγ. κάσουμου [ˈkasumu] Σίλ. κάτομαι [kaˈtomaste] Αραβ. Παρατατ. καθούμαν [kaˈθuman] Μαλακ. καθούταμαι [kaˈθutame] Σίλατ. καχούτονμαι [kaˈxutonme] Αξ. καχότομαι [kaˈxotome] Σεμέντρ. καχότομι [kaˈxotomi] Τσαρικ. καχόουμι [kaˈxoumi] Μισθ. καρόμουν [kaˈromun] Αραβαν. καθίνισκα [kaˈθiniska] Αραβ. καθούμουν [kaˈθumun] Μαλακ., Σίλατ., Φλογ. κασινόντζ̑ισκα [katsiˈnondʒiska] Σίλ. κασινόσκα [katsiˈnoska] Σίλ. Αόρ. έκατσα [ˈekatsa] Γούρδ. έκατσ̑α [ˈekatʃa] Γούρδ., Ουλαγ., Τσαρικ., Φερτάκ. έκασα [ˈekasa] Τελμ. κάτισα [ˈkatisa] Αραβ. κάτ'σα [ˈkatsa] Αξ., Αφσάρ., Μαλακ., Ποτάμ., Φάρασ., Φλογ. κάτζα [ˈkadza] Φάρασ. κάθισα [ˈkaθisa] Ποτάμ. Προστ. κάτσε [ˈkatse] Αραβ., Μισθ. κάτσι [ˈkatsi] Μαλακ. κάτσ̑ι [ˈkatʃi] Σίλ. Πληθ., Προστ. κατσέτε [kaˈtsete] Ανακ. ...
καθρέφτης (ουσ.) κατρέφτ' [kaˈtreft] Ανακ. καφέφτρ' [kaˈfeftr] Σίλατ. γαdέρφι [ɣaˈderfi] Αξ. καφίφτρα [kaˈfiftra] Σίλατ., Σινασσ. καρφίτα [karˈfita] Αραβαν. καρφίdα [karˈfida] Φερτάκ. καρβίτα [karˈvita] Αραβαν. καρφίτ-τα [karˈfitta] Αραβαν., Γούρδ. καρφίβα [karˈfiva] Σινασσ., Φερτάκ. Από το μεσν. ουσ. καθρέφτης το οπ. από αμάρτ. ουδ. *καθρέφτι < *κατρόφτι < *κατόφτρι < *κατόπτριον υποκορ. του αρχ. κάτοπτρον.
Καθρέφτης ό.π.τ. : Τρανά σο καφέφτρ' (Κοιτάζει στον καθρέφτη) Σίλατ. -Χωλόπ. Έρριψεν, σάκωσεν τα γαdέρφια (Έρριξε (κάτω), έσπασε τα καθρεφτάκια) Αξ. -Dawk. Συνών. αϊνάς