ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χα (2) (επίρρ.) χα [xa] Ουλαγ. Από το τουρκ. διαλεκτ. επίρρ. ha = τουλάχιστον.
Τουλάχιστον Ουλαγ. : Χα λί'ο να έισ̑καμ’ (τουλάχιστον λίγο να είχαμε) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. κάμο, μπάριμ