ακαμάτευτος
(επίθ.)
ακαμάτευτος
[akaˈmateftos]
Αξ.
Από το μεσν. επίθ. ἀκαμάτευτος = (για αγρό) που δεν έχει καλλιεργηθεί. Πβ. και νεότ. ρ. ἀκαματεύω = είμαι οκνηρός.