ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλήναρο (ουσ. ουδ.) πλήναρο [ˈplinaro] Ποτάμ. Από το μεσν. επίθμ. πληνάριος =ολοκληρωμένος με παραγωγ. επίθμ. -ο., πβ. μεταγν. πληναρία = πληρότητα.
Μεγάλο χωράφι Τελμ.