ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Η ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ

Γεωγραφικό και ιστορικό πλαίσιο

Η ελληνική γλώσσα στην Καππαδοκία

Η ανθρώπινη παρουσία στην Καππαδοκία καταγράφεται από την νεολιθική εποχή, με γνωστούς οικισμούς όπως το Çatal Hüyük και λιγότερο γνωστούς όπως το Kinik Höyük (Γκουντάνη 2015: 9). Στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. εγκαθίστανται στην περιοχή οι Ινδοευρωπαίοι Χετταίοι (Μουτσόπουλος 2007: 10), που θα κυριαρχήσουν στο μεγαλύτερο μέρος της Μ. Ασίας μέχρι και την πτώση της αυτοκρατορίας τους στις αρχές του 12ου αι. π.Χ. Η αρχαία Καππαδοκία συνόρευε προς Β με τον Πόντο, προς Α με την Αρμενία, προς Ν με την Κιλικία και προς Δ με την Γαλατία, την Φρυγία και την Λυκαονία (Στράβων, Γεωγραφικά 12.1.4).

Στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. η Καππαδοκία προσαρτάται στο βασίλειο των Περσών και το τοπωνύμιο Καππαδοκία, που για πρώτη φορά μαρτυρείται στον Ηρόδοτο (1.71.2), φαίνεται να αποτελεί μεταφορά του περσικού Katpatuka, ενός τοπωνυμίου για το οποίο έχει προταθεί σειρά ετυμολογιών. Παλαιότερες απόψεις το ερμηνεύουν ως ‘η χώρα των ωραίων αλόγων’ ενώ νεότερες του αποδίδουν χεττιτική προέλευση και σημασία ‘Κάτω/πέρα χώρα’ (βλ. επισκόπηση της βιβλιογραφίας στο Yakubovich 2014).

Λίγο πριν την κατάκτησή της από τον Μ. Αλέξανδρο, η Καππαδοκία χωρίζεται σε δύο σατραπείες, οι οποίες εξελίχθηκαν σε ξεχωριστά βασίλεια την εποχή των Σελευκιδών: το βόρειο βασίλειο ονομάστηκε Πόντος και το νότιο Καππαδοκία. Η διαίρεση αυτή διατηρήθηκε διαχρονικά, και έτσι η σύγχρονη Καππαδοκία έχει ως σύνορα προς Β τον ποταμό Άλυ, προς Δ την Γαλατία, την λίμνη Τάττα, την Λυκαονία και τον Ταύρο, προς Α τον ποταμό Σάρο και τον κεντρικό Αντίταυρο και προς ΒΑ τον βόρειο Αντίταυρο. Ουσιαστικά, σχεδόν όλα τα σύνορά της είναι μεγάλα ποτάμια και βουνά (Λογοθέτη-Μερλιέ 1977: 31), κάτι που έπαιξε ρόλο στην ιστορική εξέλιξη της περιοχής, ιδιαίτερα όσον αφορά την κατά περιόδους «απομόνωσή» της από τον περιβάλλοντα γεωγραφικό και «ιστορικό» χώρο.

Η διείσδυση των Ελλήνων στην Καππαδοκία άρχισε κατά τον Δεύτερο Αποικισμό (8ος-6ος αι. π.Χ.), ενώ από τον 6ο αι. π.Χ. αρκετοί Έλληνες εγκαθίστανται στην περιοχή είτε ως έμποροι είτε ως μισθοφόροι διαφόρων ηγεμόνων. Έτσι, δημιουργούνται οι πρώτοι ελληνικοί πυρήνες στην περιοχή, αλλά ο εξελληνισμός της Καππαδοκίας λαμβάνει χώρα με σχετική ένταση από τα χρόνια των Διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, και στην συνέχεια με την τοπική δυναστεία των Αριαραθιδών και ιδιαίτερα με τον Αριαράθη Ε’ τον Ευσεβή Φιλοπάτορα (Ανδριώτης 1948: 11, Σοφού 2018). Κατά τους τρεις μεταχριστιανικούς αιώνες ρωμαϊκής κυριαρχίας ο ελληνικός χαρακτήρας της περιοχής ενισχύθηκε σημαντικά, με την ίδρυση πόλεων όπως η Καισάρεια, τα Τύανα και η Αρχελαΐς, όπου το ελληνικό στοιχείο κυριαρχούσε (Αναστασιάδης 1976: 2, Dieterich 1918: 21, Ramsay 1890: 281). Αυτό βέβαια δεν συνεπάγεται την εξαφάνιση της προϋπάρχουσας τοπικής μη ελληνικής γλώσσας, αφού αναφορές σε αυτήν βρίσκουμε στις Πράξεις των Αποστόλων (ΚΔ Πράξ. 2.8) και στους Καππαδόκες Πατέρες της Εκκλησίας, τον Γρηγόριο Νύσσης (PG 45.1045) και τον Μ. Βασίλειο (PG 32.208), ο οποίος αναφέρεται στην Καππαδοκική ως μητρική του γλώσσα, κάτι που υποδεικνύει την ύπαρξη διγλωσσίας, ενώ, σύμφωνα με τον Στράβωνα (Γεωγραφικά 14.2.28), οι Καππαδόκες ήταν βαρβαρόφωνοι, δηλ. μη ομιλούντες καλά την Ελληνική. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο Λουκιανός (AΠ 11.436) και ο Φιλόστρατος (Βίοι Σοφιστῶν 2.13) ειρωνεύονται τους Καππαδόκες ρήτορες για την βαριά προφορά τους.

Γενικά, φαίνεται ότι σε αντίθεση με άλλες περιοχές της Μ. Ασίας, ο εξελληνισμός της Καππαδοκίας ήταν σχετικά αργός, αν και ο σταδιακός εκχριστιανισμός συνέβαλε σε αυτόν. Βέβαια, αν και κατά το β΄ μισό του 3ου αι. μ.Χ. ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού είχε εκχριστιανιστεί, ακόμα και κατά τον 4ο αι. η τοπική γλώσσα εξακολουθούσε να είναι ισχυρή στα ευρύτερα στρώματα του αγροτικού πληθυσμού (Cooper & Decker 2012: 14, Teja 1980: 1114). Δεν γνωρίζουμε σαφώς ποια ήταν η τοπική γλώσσα, καθώς δεν υφίσταται κανένα γλωσσικό/γραπτό μνημείο της. Ίσως ήταν η Αραμαϊκή που, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση θρησκευτικών και πολιτισμικών στοιχείων περσικής προέλευσης, καθιερώθηκε στην περιοχή κατά την περσική κατάκτηση και επικράτησε μέχρι την Ύστερη Αρχαιότητα (Σοφού 2001, 2018, Mitchell 2018), αντικαθιστώντας μια άγνωστη ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα της ανατολιακής ομάδας, συγγενική με την λουβική. Υπάρχει και μια μερίδα μελετητών που ερμηνεύει τις προαναφερθείσες μαρτυρίες περί «βαρβαροφωνίας» ως απλώς περιγραφές μιας τοπικής «προφοράς» της δημώδους ελληνικής γλώσσας της εποχής (Νeumann 1961: 28, Jenniges 2006: 95).

Η Καππαδοκία κατά την Βυζαντινή περίοδο ήταν μια περιοχή εξαιρετικής κοινωνικής, οικονομικής και στρατιωτικής σημασίας για την αυτοκρατορία. Αποτέλεσε την πατρίδα επτά αυτοκρατόρων και οι ισχυρές καππαδοκικές οικογένειες κυριάρχησαν στην πολιτική ζωή του Βυζαντίου τουλάχιστον επί έναν αιώνα κατά το απόγειο της ακμής του Βυζαντίου (Cooper & Decker 2012: 1, Τhierry 2000). Ωστόσο, ήδη από τον 8ο αι., όταν οι Άραβες κατακτούν την Κιλικία, η Καππαδοκία απομονώνεται από τον νοτιότερό της ελληνισμό, ενώ στα δυτικά της απλωνόταν ανέκαθεν η καππαδοκική έρημος, που και αυτή δυσχέραινε τις προς δυσμάς επικοινωνίες. Έτσι, τις περισσότερες επαφές οι Καππαδόκες τις είχαν με τους Έλληνες του Πόντου (Αναστασιάδης 1975: 154).

Η ήττα των Βυζαντινών στο Ματζικέρτ το 1071 σηματοδοτεί την τουρκική κυριαρχία στην Μ. Ασία, ενώ, όταν μετά και την ήττα στο Μυριοκέφαλο το 1176 γίνεται σαφές ότι οι Βυζαντινοί δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους Σελτζούκους στην περιοχή, παρατηρούνται τόσο μετακινήσεις του ελληνικού στοιχείου προς τα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας και στα γειτονικά νησιά του Αιγαίου (Χαρακόπουλος 2014: 36), όσο και μια πιο οργανωμένη συνύπαρξη μουσουλμανικών και χριστιανικών κοινοτήτων στο εσωτερικό της Μ. Ασίας. Οι Χριστιανοί, βέβαια, βρίσκονταν σε θέση υποτέλειας και δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις όπου οι εντόπιοι Μουσουλμάνοι τους φέρονταν με ιδιαίτερη σκαιότητα. Από την άλλη πλευρά, οι σουλτάνοι και εμίρηδες φαίνεται να τηρούσαν μια πιο διαλλακτική στάση, καθώς έδιναν έμφαση και στον αδιατάρακτο βίο των χριστιανικών κοινοτήτων, που αποτελούσε προϋπόθεση για την ομαλή ροή των χριστιανικών φόρων προς τα τουρκικά κρατικά ταμεία (Γκαρά & Τζεδόπουλος 2015: 43).

Σε κάθε περίπτωση, οι πέντε πρώτοι αιώνες της τουρκικής κατάκτησης αποτελούν μια εποχή διαρκούς συρρίκνωσης του χριστιανικού πληθυσμού, με την πρόοδο των εξισλαμισμών να είναι συνεχής, ενώ η περιοριστική θρησκευτική πολιτική των μουσουλμανικών αρχών και η αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων των μη Μουσουλμάνων έκανε ολοένα και πιο δυσχερή την θέση του (Γκαρά & Τζεδόπουλος 2015: 38). Στο πλαίσιο αυτό, από τον 11ο έως τον 15ο αι. έλαβε χώρα μια μαζική γλωσσική μετατόπιση προς την Τουρκική, η οποία πραγματώθηκε ή διευκολύνθηκε μέσω ακούσιων ή εκούσιων εξισλαμισμών και μετακινήσεων σε περιοχές πιο πλούσιες ή πιο ασφαλείς, υποδουλώσεων, σφαγών, παιδομαζώματος, διάλυσης της βυζαντινής αστικής και αγροτικής οικονομίας και επικράτησης συχνά ενός νομαδικού τρόπου ζωής (κάτι που οδήγησε στην ερήμωση εκτεταμένων περιοχών) και εισροή πολυπληθών νομαδικών τουρκόφωνων πληθυσμών από τα ανατολικά (Vryonis 1971, 1975: 50, Kitromilidis & Alexandris 1984-1985, Lowry 2003, Manolessou 2019: 25-27). Χαρακτηριστικά από αυτή την άποψη είναι τα στοιχεία που διαθέτουμε για καταργήσεις μητροπόλεων ή για την υπαγωγή μητροπόλεων με ελάχιστους ή καθόλου Χριστιανούς σε άλλες μητροπόλεις «μη ερημωμένες» (Wächter 1903).

Κατά τον 16ο αι. ο χριστιανικός πληθυσμός της Μ. Ασίας υπολογίζεται ότι αποτελούσε πια μόνο το 1/3 του συνολικού πληθυσμού της (Russell 1960: 270-271). Στο πλαίσιο αυτό, είναι λογικό να συντελέστηκε και μια υποχώρηση της μικρασιατικής Ελληνικής ή καλύτερα των μικρασιατικών ελληνικών διαλέκτων έναντι της γλώσσας του κυρίαρχου. Για την Καππαδοκία ωστόσο (όπως και για τις περισσότερες περιοχές της Μ. Ασίας) ελλείπουν παντελώς οι γραπτές πηγές για τους κρίσιμους αιώνες αμέσως μετά την Σελτζουκική και κατόπιν την Οθωμανική κατάκτηση, που θα διαφώτιζαν την σταδιακή τουρκοφώνηση του πληθυσμού· μια ένδειξη αποτελεί ο σταδιακός εκτουρκισμός των ανθρωπωνυμίων και τοπωνυμίων, είτε φωνολογικά είτε και συνολικά/λεξιλογικά, όπως διαφαίνεται μέσα από τα φορολογικά κατάστιχα της εποχής (Balta 2011).

Η Καππαδοκική ως μικρασιατική διάλεκτος

Mε τον όρο μικρασιατικές ελληνικές διάλεκτοι αναφερόμαστε σε «διαλέκτους της Ελληνικής που ομιλούνταν στην μικρασιατική χερσόνησο από την μεσαιωνική περίοδο μέχρι και τις αρχές του 20ού αι». Ουσιαστικά, πρόκειται για μη αρχαίες ελληνικές διαλέκτους που η χρήση τους στην Μ. Ασία έληξε απότομα λόγω της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών που προβλεπόταν από την Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 μετά την Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 (Manolessou 2019: 20).

Με κριτήρια την προέλευσή τους και την θέση τους στην ελληνική γλώσσα καθώς και τις ιστορικές συνθήκες που σχετίζονται με την παρουσία τους στην Μ. Ασία θα μπορούσαμε να κατηγοριοποιήσουμε τις συγκεκριμένες διαλέκτους ως εξής:

1. με διαρκή και αδιάκοπη μέσα στους αιώνες παρουσία στον χώρο, πρώιμα αποκομμένες από τον κυρίως κορμό της Ελληνικής και συνεπώς με μια ιδιαίτερη πορεία εξέλιξης λόγω της παρεμβολής της τουρκικής κατάκτησης. Εδώ ανήκει η Ποντιακή και η Καππαδοκική διάλεκτος, συμπεριλαμβανομένων των ποικιλιών των Φαράσων και της γειτονικής Σίλλης Ικονίου,

2. με πιθανώς διαρκή και αδιάκοπη ανά τους αιώνες παρουσία στον χώρο αλλά όχι αποκομμένες από την υπόλοιπη Ελληνική, καθώς οι ομιλητές τους βρίσκονταν σε διαρκή επικοινωνία με την κυρίως Ελλάδα και ταυτόχρονα ενισχύονταν μέσω μετοικήσεων από αυτήν. Εδώ ανήκουν τα ιδιώματα της Βιθυνίας και της Προποντίδας,

3. με αμφίβολη ιστορική συνέχεια από το παρελθόν, σε συνεχή και άμεση επικοινωνία με τις απέναντι νησιωτικές διαλέκτους του Αιγαίου και ενισχυμένες από επάλληλα κύματα μετοικήσεων από την νησιωτική Ελλάδα. Εδώ ανήκουν τα ιδιώματα των δυτικών παραλίων της Μ. Ασίας, δηλαδή η Ελληνική που μιλιόταν σε πόλεις όπως η Σμύρνη και το Αϊβαλί (Ιωνία και Αιολίδα),

4. με εντελώς ιδιαίτερο και μεμονωμένο χαρακτήρα, για τις οποίες γνωρίζουμε ένα συγκεκριμένο τοπικό και χρονικό σημείο αφετηρίας. Πρόκειται για την Τσακωνική διάλεκτο που μεταφέρθηκε από την Πελοπόννησο στην Προποντίδα τον 17ο αι., καθώς και την διάλεκτο των πόλεων Λιβίσι και Μάκρη, που παρουσιάζει ιδιαίτερη σύνδεση με τα νησιά του νοτιονατολικού Αιγαίου,

5. πολύ κοντά στην Κοινή Νεοελληνική ως αποτέλεσμα της σχετικά πρόσφατης «(επαν)ελληνοποίησης» Ορθόδοξων τουρκόφωνων κατά τον 19ο αι. ως αποτέλεσμα της δραστηριότητας του Πατριαρχείου και των εκπαιδευτικών-αφομοιωτικών προσπαθειών του ελληνικού κράτους. Εδώ ανήκουν τα Ελληνικά περιοχών της μικρασιατικής ενδοχώρας και περιοχών κατά μήκος της νοτιοδυτικής μικρασιατικής ακτογραμμής (Καρία, Πισιδία, Παμφυλία κλπ.) καθώς και αυτά των πρώην τουρκόφωνων ομιλητών που συνυπήρχαν με τους ελληνόφωνους των ομάδων (1-4) (Manolessou 2019: 20, Ralli 2019: 9-11).

Το ΙΛΙΚ αφορά την ομάδα (1) πλην της Ποντιακής. Κοινός πρόγονος των μελών της ομάδας είναι η μορφή της Ελληνικής της ύστερης βυζαντινής περιόδου που μιλιόταν στην συγκεκριμένη περιοχή τον 11ο περίπου αιώνα, οπότε ξεκινά η γλωσσική διαφοροποίηση λόγω της απομόνωσης από τον ελληνόφωνο κορμό και της επαφής με την Τουρκική μέσω της τουρκικής κατάκτησης της περιοχής.

Τα καππαδοκικά ιδιώματα πριν την Ανταλλαγή

Ήδη πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Τουρκική είχε εκτοπίσει την Eλληνική σε αρκετά χωριά (Dawkins 1916: 1, Karatsareas 2011: 16-17) και γενικά, τουλάχιστον από τον 15ο αιώνα, οι ελληνόφωνες νησίδες του εσωτερικού της Μικράς Ασίας αποκτούν μια πιο αυτόνομη γλωσσική πορεία εξαιτίας των γεωφυσικών ιδιαιτεροτήτων αλλά και των ιδιαίτερων κοινωνιογλωσσικών συνθήκων κάτω από τις οποίες εξελίχθηκαν. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Τριανταφυλλίδης (1938: 38): «Χωρισμένα νωρίς από την επίλοιπη ελληνόγλωσση περιοχή και με ξενόγλωσσο υπόστρωμα, έμειναν για αιώνες χωρίς εύκολη συγκοινωνία και χωρίς γραπτή παράδοση, που να στηρίζει την προφορική γλώσσα, και ακολούθησαν διαφορετική έξέλιξη. Διατήρησαν γνωρίσματα της ελληνιστικής κοινής, καθώς και της μεσαιωνικής γλώσσας [...] Από τό άλλο μέρος όμως, ενώ έμειναν καθαρά από άλλες ξένες επιδράσεις και διατήρησαν πολλές λέξεις και τύπους αρχαϊκούς, δέχτηκαν, ιδίως τα καππαδοκικά και τά σιλιώτικα, βαθύτερα την επίδραση από τα τουρκικά».

Στην περίπτωση της Καππαδοκίας, η πρώιμη τουρκική κατάκτηση τον 11ο αι. και η σχετική γεωγραφική και πολιτική της απομόνωση στα ανατολικά της γραμμής αντιπαράθεσης μεταξύ Βυζαντινών και Τούρκων στην Μ. Ασία στους τέσσερις αιώνες που ακολούθησαν λειτούργησαν ανασταλτικά όσον αφορά την φυσική εξόντωση του πληθυσμού και την πολιτισμική αφομοίωση μέσω εξισλαμισμών (Kitromilidis & Alexandris 1984: 13), με αποτέλεσμα συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί να διατηρηθούν στις αγροτικές περιοχές μέχρι και τον 19ο αι. Από την άλλη πλευρά, ήδη κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., κατά την προσπάθεια του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή να αυξήσει τον πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης, μεταναστεύουν και Χριστιανοί της Καππαδοκίας στην Πόλη, ενώ κατά τους δύο αιώνες που ακολούθησαν η ανασφάλεια που επικρατούσε στην περιοχή τόσο λόγω αναταραχών και εξεγέρσεων όσο και εξαιτίας της μείωσης της αγροτικής παραγωγής (σε συνδυασμό και με την αύξηση του πληθυσμού) οδήγησαν σε πληθυσμιακές μετακινήσεις προς αστικά κέντρα και εντός και εκτός της Καππαδοκίας (Karachristos 2004: 232-233).

Σημειωτέον και ότι, σε αντίθεση με τις αγροτικές περιοχές, στις πόλεις της Καππαδοκίας, στο Κάστρο, όπως αποκαλούσαν την μεγάλη πόλη της περιφέρειάς τους οι ελληνόφωνοι των γύρω χωριών, η επικράτηση της Τουρκικής ήταν σχεδόν απόλυτη, με τα Καππαδοκικά στις αρχές του 20ού αι. να επιβιώνουν μόνο σε μη αστικές περιοχές μέρους της σημερινής Κεντρικής Τουρκίας, μεταξύ των πόλεων Νεάπολη, Καισάρεια και Νίγδη (Manolessou 2019: 29). Κατά την δεύτερη δεκαετία του 20ού αι. οι ομιλητές των Καππαδοκικών υπολογίζονταν σε 37.650 άτομα (Παπαδόπουλος 1919: 108). Κατά τις παραμονές της μετοίκησης στην Ελλάδα (1924), από τους 81 καππαδοκικούς οικισμούς στους οποίους κατοικούσαν Έλληνες τα Καππαδοκικά μιλιόντουσαν σε 28, σε 49 οικισμούς οι Έλληνες ήταν Τουρκόφωνοι, ενώ υπήρχαν και μερικές ποντιακές αποικίες στην περιφέρεια της Νίγδης (Κιτρομηλίδης 1982). Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο όρος περιφέρεια χρησιμοποιείται έτσι όπως τον διαμόρφωσε η μεγάλη ερευνήτρια του μικρασιατικού ελληνισμού και ιδρύτρια του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Μέλπω Μερλιέ: «η τουρκική διοικητική διαίρεση και η ελληνική εκκλησιαστική ήταν τόσο πλατειές, που μέσα τους δεν ξεχωρίζουν ομάδες ελληνικές με κάποια ομοιογένεια […] Χρειάστηκε να κάνωμε μια δική μας διαίρεση, που […] την βασίσαμε σ’ έναν τύπο γεωγραφικής ομάδας, που την ονομάσαμε Περιφέρεια. Η Περιφέρεια αποτελείται από μια μικρή ή μια μεγάλη πόλη κι από κωμοπόλεις και χωριά που βρίσκονται και ανάμεσά τους και με το αστικό αυτό κέντρο σε σχέσεις διοικητικές αλλά και συναλλαγής και εμπορίου» (Μερλιέ 1948: 14-15, Λογοθέτη-Μερλιέ 1977: 41-42). O γεωγραφικός εντοπισμός των περιφερειών αυτών, σε μερική αντιστοίχιση με τις σύγχρονες τουρκικές διοικητικές διαιρέσεις, αποτυπώνεται στον Χάρτη 1.

Στην περιφέρεια της Καισάρειας, με το Ζιντζίντερε στα 13 χλμ. ΝΑ της Καισάρειας να αποτελεί το μεγάλο εκκλησιαστικό και εκπαιδευτικό κέντρο της ελληνόφωνης Καππαδοκίας (Λογοθέτη-Μερλιέ 1977: 43), η ελληνική γλώσσα φαίνεται να είχε σβήσει ήδη πριν την Ανταλλαγή. Παρόμοια ήταν η κατάσταση και στην περιφέρεια του Ακσεράϊ ή Γκέλβερι/Καρβάλης, όπου σε σχετικά κοντινή απόσταση στα νότια των δύο κέντρων, εκτός από την αποκλειστικά ελληνόφωνη αποικία του Μιστί Τσελτέκ (512 κάτοικοι· Κιτρομηλίδης 1982: 23), υπήρχαν ελάχιστοι ελληνόφωνοι, και στο σχεδόν αποκλειστικά τουρκόφωνο Χαλβάντερε (Κιτρομηλίδης 1982: 23, 29).

Η ελληνοφωνία διατηρούταν σε σαφώς μεγαλύτερο βαθμό στην περιφέρεια του Προκοπίου, όπου σε κοντινή απόσταση στα νότιά του εκτός από δύο χωριά, τα αποκλειστικά ελληνόφωνα Ποτάμια (218 ελληνόφωνοι· Κιτρομηλίδης 1982: 285) και την μικτή Τζαλέλα (316 ελληνόφωνοι· Κιτρομηλίδης 1982: 302), βρισκόταν η κωμόπολη της Σινασού, ίσως το σημαντικότερο κέντρο του καππαδοκικού Ελληνισμού λίγο πριν την Μικρασιατική Καταστροφή (Κοντογιάννης 1921: 189), όπου το ελληνικό στοιχείο πρέπει να αριθμούσε 3.000 άτομα (Λογοθέτη-Μερλιέ 1977: 50-51, Dawkins 1916: 27-28· Κοντογιάννης 1921: 153-154).

Στην περιφέρεια της Νεάπολης το «Κάστρο» είναι μια σχετικά καινούργια πολιτεία που ιδρύθηκε στις αρχές του 18ου αι., και στην οποία εγκαταστάθηκαν πολλοί Έλληνες από τα γύρω χωριά, με αποτέλεσμα αυτά να αδειάσουν από Χριστιανούς. Έτσι, τελικά η ελληνοφωνία διατηρήθηκε σε κοντινή απόσταση από το αστικό κέντρο σε σημαντικό βαθμό σε μικτούς οικισμούς και συγκεκριμένα: στην κωμόπολη της Αραβισσού (1.270 ελληνόφωνοι), τον βορειότερο καππαδοκικό οικισμό με ελληνόφωνους και τον μοναδικό σχεδόν πάνω στον ποταμό Άλυ (Κιτρομηλίδης 1982: 152), καθώς και (στα νότια του «Κάστρου») στις κωμοπόλεις των Φλογητών (2.280 ελληνόφωνοι· Κιτρομηλίδης 1982: 183), της Ανακού (435 ελληνόφωνοι· Κιτρομηλίδης 1982: 146) και της Μαλακοπής (τον κεντρικότερο οικονομικά και συγκοινωνιακά οικισμό με 765 ελληνόφωνους· Dawkins 1916: 23-24, Κιτρομηλίδης 1982: 163), και στα χωριά Σίλατα (516 ελληνόφωνοι· Κιτρομηλίδης 1982: 170) και Δίλα (348 ελληνόφωνοι· Κιτρομηλίδης 1982: 158). Ενδεικτικό της ισχύος της ελληνοφωνίας στην περιφέρεια αυτή είναι ότι ακόμα και την εποχή της Ανταλλαγής οι τουρκόφωνοι πλειοψηφούσαν μόνο στην Ανακού. Οι παραπάνω οικισμοί βρίσκονται στην πεδιάδα Μπουντάκ Οβασί μαζί με πολλά άλλα τουρκικά χωριά καθώς και τα ελληνόφωνα χωριά Τροχό, Αξό, Λίμνα και Μιστί (του οποίου η Δίλα ήταν αποικία), τα οποία όμως, όμως, σύμφωνα με τη Λογοθέτη-Μερλιέ (1977: 54) συνδέονταν με το «Κάστρο» της Νίγδης.

Η περιφέρεια της Νίγδης φαίνεται, σε σύγκριση με τις άλλες περιφέρειες, να είναι αυτή όπου η ελληνοφωνία διατηρούταν καλύτερα, σε μια περιοχή κυρίως στα βόρεια του «Κάστρου» όπου βρίσκονταν οι περισσότερες ελληνόφωνες κωμοπόλεις (Αξός, Μιστί, Φερτάκαινα) και χωριά (Σεμέντρα, Τσαρικλί, Ουλαγάτς, Τροχός, Τελμησσός, Αραβανί, Γούρδονος, Μπέηκιοϊ, Καρατζάβιραν), καθώς και οι περισσότεροι αποκλειστικά ελληνόφωνοι οικισμοί (Κιτρομηλίδης 1982: 206-208, 214-216, 228, 231, 238, 246, 253-254, 258, 265). Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι και εδώ η ελληνοφωνία δεν υποχωρούσε ενίοτε, καθώς, πέρα από τους οικισμούς στους οποίους θα αναφερθούμε παρακάτω, μέχρι τα τέλη του 19ου αι. η ελληνοφωνία ήταν παρούσα και στα αποκλειστικά τουρκόφωνα κατά την Ανταλλαγή χωριά του Ανταβάλ και της Λίμνας (Αρχέλαος 1899: 135), τα οποία μάλιστα βρίσκονταν κοντά σε σημαντικούς ελληνόφωνους οικισμούς (Αξός και Φερτάκαινα αντίστοιχα). Στα δε Ουλαγάτς και Σεμέντρα η Ελληνική φαίνεται να είχε υποχωρήσει σε πολύ σημαντικό βαθμό έναντι της Τουρκικής (Dawkins 1916: 11, 18). Οι θέσεις των ελληνόφωνων και τουρκόφωνων οικισμών της Καππαδοκίας απεικονίζονται στον Χάρτη 2.

Με καθαρά γλωσσικά κριτήρια και με βάση τις κατηγοριοποιήσεις των Dawkins (1916: 208-211) και Janse (2008α, 2008β, υπό έκδ.) αλλά και το επιπλέον υλικό που συγκεντρώθηκε και μελετήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος DiCaDLand (ιδιαίτερα δε το υλικό του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης του ΚΜΣ) θα μπορούσαμε να διακρίνουμε 5 ομάδες καππαδοκικών ποικιλιών:

1) Bόρεια Καππαδοκική:

α) Βορειοδυτική Καππαδοκική: Φλογητά, Ανακού, Μαλακοπή, Σίλατα

β) Βορειοανατολική Καππαδοκική: Σινασός, Τζαλέλα, Τελμησσός, Ποτάμια

2) Κεντρική Καππαδοκική: Aξός (και η αποικία της Μπέηκιοϊ ή Τ’ Αξενού το χωριό), Aραβισσός, Mιστί (και οι αποικίες του Tσαρικλί, Δίλα, Tσελτέκ και Καρατζάβιραν), Tροχός

3) Nότια Καππαδοκική:

α) Νοτιοδυτική Καππαδοκική: Φερτάκαινα, Aραβανί, Γούρδονος

β) Νοτιοανατολική Καππαδοκική: Σεμέντρα, Oυλαγάτς.

H κατηγοριοποίηση αυτή στηρίζεται σε μια βασική διχοτόμηση ανάμεσα σε βόρεια και νότια Καππαδοκική, που αντικατοπτρίζει σε γενικές γραμμές τον βαθμό επίδρασης της τουρκικής γλώσσας επί της γλωσσικής δομής των επιμέρους ιδιωμάτων (σαφώς ισχυρότερη στην νότια από ό,τι στην βόρεια), ενώ η «κεντρική» κατηγορία αφορά περισσότερο τοπικές διαφοροποιήσεις-νεωτερισμούς, είτε ενδογενούς είτε εξωγενούς προελεύσεως, οι οποίοι οδηγούν στην συμπόρευση κάποιου οικισμού πότε με την «βόρεια» και πότε με την «νότια» ομάδα, αποτελώντας μια μεταβατική ζώνη. Ο μεγάλος όγκος διαλεκτομετρικών δεδομένων που προέκυψε από τον Άτλαντα των καππαδοκικών διαλέκτων του Dicadland τεκμηριώνει με σαφή ποσοτικά στοιχεία όλων των επιπέδων ανάλυσης (φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη, λεξιλόγιο) την βασική αυτή διχοτόμηση σε βόρεια και νότια Καππαδοκική, ενώ η κεντρική ομάδα αναδεικνύεται, εάν ληφθεί υπόψη το σύνολο των δεδομένων, περισσότερο ως ένα τμήμα της νότιας (Bompolas & Melissaropoulou 2023). Η ομαδοποίηση των ιδιωμάτων της Καππαδοκίας απεικονίζεται στον Χάρτη 3, όπου τα βέλη υποδεικνύουν την ένταξη κάποιου οικισμού σε μια ομάδα ανεξαρτήτως της γεωγραφικής του θέσης (συνήθως διότι πρόκειται για αποικία/μετακίνηση πληθυσμού).

Η ενδοδιαλεκτική διαφοροποίηση δείχνει ότι οι γλωσσικές διασυνδέσεις δεν συμβαδίζουν πάντοτε με τις σύγχρονές τους κοινωνικοοικονομικές. Έτσι, ναι μεν στην βορειοδυτική ομάδα ανήκουν οικισμοί ευρισκόμενοι στην περιφέρεια της Νεάπολης και στα νότια του «Κάστρου» της αλλά όχι και η Δίλα, για την οποία γνωρίζουμε ότι ήταν μιστιώτικη αποικία, καθώς και η Αραβισός, για την οποία η Λογοθέτη-Μερλιέ (1977: 53) σημειώνει ότι ήταν «λίγο ξένη προς την περιφέρεια», καθώς λόγω της γεωγραφικής της θέσης σχεδόν πάνω στον ποταμό Άλυ συναλλασσόταν περισσότερο με οικισμούς της γειτονικής Γαλατίας παρά με αυτούς της Νεάπολης, ενώ σύμφωνα με τον Dawkins (1916: 29), προς τα τέλη του 18ου αι. εγκαταστάθηκαν σε αυτήν Μιστιώτες, κάτι που εξηγεί επαρκώς την ένταξή της στην κεντρική ομάδα των καππαδοκικών διαλέκτων. Στην ίδια ομάδα ανήκουν και δύο χωριά που βρίσκονται στην νότια περιφέρεια της Νίγδης, και πιο συγκεκριμένα, η μιστιώτικη αποικία του Καρατζάβιραν και η αξιώτικη αποικία του Μπέηκιοϊ (Τ’ Αξενού του Χωριό). Η δε Τελμησσός (πάλι στην περιφέρεια της Νίγδης) εντάσσεται γλωσσικά στην βορειοανατολική ομάδα, αυτήν των οικισμών της βόρειας περιφέρειας του Προκοπίου, καθώς, σύμφωνα με τον Dawkins (1916: 13-14, 209-212), είναι η κοινότητα που διατηρούσε την Καππαδοκική διάλεκτο στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό ανεπηρέαστη από εξωτερικές επιδράσεις· μάλιστα, λαμβάνοντας υπόψη τα κοινά «αρχαϊκά» της χαρακτηριστικά με τα υπόλοιπα μέλη της βορειοανατολικής ομάδας, έχει υποστηριχθεί ότι τα Τελμησιώτικα βρίσκονται περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη καππαδοκική ποικιλία πιο κοντά στην Καππαδοκική έτσι όπως μιλιόταν πριν την τουρκική διείσδυση και επίδραση. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι το ιδίωμα της Τελμησσού δεν εμφανίζει και αυτό γεωγραφικά προσδιορισμένες νεωτερικές εξελίξεις· χαρακτηριστικό είναι ότι μοιράζεται με τα γεωγραφικώς γειτνιάζοντα ιδιώματα του Αραβανί και του Γούρδονος το έντονα διαφοροποιητικό φωνολογικό γνώρισμα της προσθίωσης /ti/ > /tsi/ (π.χ. Ακρίτης > Ακρίτσης, τι > τσι).

Στην παραπάνω κατηγοριοποίηση θα πρέπει να προστεθεί, στα ανατολικότερα, το ιδίωμα των Φαράσων, που αποτελεί μια σαφώς διαφοροποιημένη υπό-ομάδα. Μιλιόταν στο νοτιοανατολικό τμήμα της επαρχίας Καισαρείας και στο βόρειο τμήμα της περιοχής των Αδάνων, στο κεφαλοχώρι των Φαράσων, τις αποκίες του Αφσάρι και Φκόσι, και τις αποικίες του Αφσαριού Κίσκα, Σατί και Τσουχούρι. Το Αφσάρι ιδρύθηκε κατά την 5η δεκαετία του 19ου αι., ίσως εξαιτίας του κλεισίματος μεταλλείων στην περιοχή των Φαράσων, ενώ οι αποικίες του λίγο πριν το 1867 (Λογοθέτη-Μερλιέ 1977: 66)· άλλοι τοποθετούν την ίδρυσή τους αρκετές δεκαετίες νωρίτερα (Αναστασιάδης 2015).

Ελάχιστοι ήταν οι Τούρκοι που κατοικούσαν στην περιοχή (15 στα Φάρασα, 100 στην Κίσκα και τρεις οικογένειες στο τουρκόφωνο Χοστσά· Κιτρομηλίδης 1982: 307, 314, 340). Οι δε Φαρασιώτες και οι αποικίες τους δεν είχαν ιδιαίτερες εμπορικές, οικονομικές κλπ. σχέσεις με την υπόλοιπη Καππαδοκία, τόσο λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους (τα Φάρασα βρίσκονταν στο κέντρο μιας δύσβατης χαράδρας, μακριά από αστικά κέντρα, ενώ η ανατολική και η δυτική Καππαδοκία χωρίζονταν μεταξύ τους από το ορεινό τείχος του Αλά Νταγ) όσο και λόγω του ότι εξαιτίας του μικρού γενικά αριθμού τους, συνήθως δεν ξενιτεύονταν (Λογοθέτη-Μερλιέ 1977: 39, 72) παρά κυρίως στα Άδανα για επαγγελματικούς λόγους (Dawkins 1916: 34). Η απομόνωση αυτή ήταν λογικό να επηρεάσει την ελληνοφωνία της περιοχής όσον αφορά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της και την επίδραση της Τουρκικής. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε και την επίδραση της Αρμενικής, που είναι αυξημένη στο ιδίωμα των Φαράσων εν συγκρίσει προς την λοιπή Καππαδοκία (Dawkins 1916: 196-197).

Το ιδίωμα της Σίλλης μιλιόταν αποκλειστικά στην Σίλλη, μια κωμόπολη στα ΒΔ του Ικονίου στην Λυκαονία, στην κεντρική Μ. Ασία, που υπήρχε τεκμηριωμένα από τα μέσα του 17ου αι. και της οποίας οι ιδρυτές ίσως ήταν Έλληνες διωγμένοι από το Ικόνιο. Όπως και στην περίπτωση των υπόλοιπων οικισμών, ο χριστιανικός πληθυσμός μειωνόταν συνεχώς από τον 19ο αι. και μετά, εξαιτίας των τουρκικών πιέσεων και της ολοένα αυξανόμενης αποδημίας των ανδρών για εμπορικές και άλλες πιο προσοδοφόρες επαγγελματικές δραστηριότητες, με αποτέλεσμα το 1922 οι Χριστιανοί της Σίλλης να μην ξεπερνούν τους 1.518 (Dawkins 1916: 35-36· Κωστάκης 1968: 9, 11-12, 15, Σαλκιτζόγλου 2016).

Το 1923 οι ομιλητές του ιδιώματος των Φαράσων υπολογίζονται περίπου σε 3.000, της Σίλλης σε 2.000 και των λοιπών καππαδοκικών ιδιωμάτων σε περίπου 34.000 (Αναστασιάδης 1976: 19, Bağriaçik 2018: 7, 9). Όπως προαναφέρθηκε, οι συνθήκες αποκοπής από τον υπόλοιπο ελληνόφωνο κορμό καθώς και έντονης αλλά και μακροχρόνιας γλωσσικής επαφής συντέλεσαν καταλυτικά στην εξέλιξη και την διαμόρφωση των παραπάνω διαλεκτικών ποικιλιών, με τα εξής βασικά χαρακτηριστικά: α) στενές σχέσεις τόσο μεταξύ τους όσο και με την Ποντιακή και στην φωνολογία και στην μορφολογία και στην σύνταξη, και β) έντονη επίδραση της Τουρκικής (Manolessou 2019: 29). Από την άλλη πλευρά, αυτή η ιδιαίτερη εξέλιξη υποδεικνύει την αδιάλειπτη παρουσία των ελληνόφωνων πληθυσμών στην περιοχή.

Τα καππαδοκικά ιδιώματα μετά την Ανταλλαγή

Ως αποτέλεσμα της Συνθήκης της Λωζάνης (1923) και της επακόλουθης ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας οι ομιλητές των καππαδοκικών ιδιωμάτων εγκαταστάθηκαν κυρίως στην βόρεια Ελλάδα αλλά και σε άλλες περιοχές της νότιας ηπειρωτικής Ελλάδας και στην Κρήτη (Αναστασιάδης 1976: 19, Δαλακούρα 1995). Οι Σιλλιώτες εγκαταστάθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα (Κωστάκης 1968: 26, Σαλκιτζόγλου 2016).

Σχεδόν όλοι οι νεόφερτοι Μικρασιάτες άρχισαν γρήγορα να χρησιμοποιούν την Κοινή Νεοελληνική ή κάποια τοπική ποικιλία της αντί για την μητρική τους διάλεκτο (Τομπαΐδης 1992), κάτι που ήταν λογικό να οδηγήσει στην ραγδαία υποχώρηση της Καππαδοκικής. Έτσι, κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο Ν. Κοντοσόπουλος παρατηρούσε ότι «σήμερα δεν μιλιούνται πια τα ιδιώματα αυτά, αφού όλοι σχεδόν οι φορείς τους, πρόσφυγες του 1922, έχουν πεθάνει» (Κοντοσόπουλος 2008: 7). Επικράτησε έτσι μέχρι και σχετικά πρόσφατα η εντύπωση ότι τα Καππαδοκικά ιδιώματα είχαν χαθεί μαζί με τους τελευταίους τους ομιλητές. Κατά την πρώτη, όμως, δεκαετία του 21ου αι., μετά από εθνογραφικές έρευνες επιστημόνων από τα πανεπιστήμια Πατρών και Γάνδης (βλ. Janse 2008β) έγινε αντιληπτό ότι η Καππαδοκική αποτελεί ομιλούμενη και όχι νεκρή νεοελληνική διάλεκτο. Αυτό αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον της σύγχρονης γλωσσολογικής έρευνας και οδήγησε σε πλήθος αποστολών καταγραφής και ηχογράφησης σε διάφορες περιοχές τόσο της Βόρειας όσο και της Κεντρικής και Νότιας Ελλάδος, που απέδωσαν υλικό προερχόμενο κυρίως από το Μιστί αλλά και από άλλες κοινότητες.

Όσον αφορά το ιδίωμα των Φαράσων, η πιο πρόσφατη έρευνα (Bağriaçik 2018: 10) αναφέρει ότι υπάρχει τουλάχιστον από ένας πρώτης γενιάς πρόσφυγας ομιλητής του σε 8 χωριά της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας και υπολογίζει ότι στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας οι ομιλητές δεν ξεπερνούσαν τους 25. Ουσιαστικά, τα Φαρασιώτικα βρίσκονται σε μια κατάσταση γλωσσικού θανάτου, και η ταχεία υποχώρησή τους ήδη από την εποχή της Ανταλλαγής οφείλεται στο ότι, με εξαίρεση το Πλατύ Ημαθίας και τον Βαθύλακκο Κοζάνης, ποτέ οι Φαρασιώτες δεν αποτελούσαν την πλειοψηφία των μετεγκατεστημένων προσφύγων, καθώς κατά κανόνα συνυπήρχαν με αριθμητικά περισσότερους πρόσφυγες που μιλούσαν μια διαφορετική μικρασιατική διάλεκτο, π.χ. την Ποντιακή. Επιπλέον, οι ιστορικές περιπέτειες της Ελλάδας κατά την Κατοχή και τον Εμφύλιο οδήγησαν στην διάλυση κάποιων σχετικά συμπαγών κοινοτήτων Φαρασιωτών προσφύγων, καθώς τα μέλη τους αναγκάστηκαν να διασκορπιστούν σε ασφαλέστερες περιοχές (Παπαδόπουλος 1998). Έτσι, οι δεύτερης γενιάς ομιλητές του ιδιώματος, που το έμαθαν πριν ή ταυτόχρονα με την Κοινή Νεοελληνική (ή κάποια βόρεια ιδιώματα), κατέχουν την δεύτερη καλύτερα απ’ ό,τι το πρώτο (Bağriaçik 2018: 11).

Τέλος, και το ιδίωμα της Σίλλης υποχώρησε ραγδαία μετά την άφιξη των Σιλλιωτών στην Ελλάδα κατά την Ανταλλαγή, καθώς εγκαταστάθηκαν σε μεγάλα αστικά κέντρα και όχι κάπου στην ύπαιθρο όλοι μαζί σε νέο οικισμό (βλ. σχετικά Σαλκιτζόγλου 2016: 201). Ο Κωστάκης (1968: 26), στην σχετική μονογραφία του, επισημαίνει τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε όσον αφορά τον εντοπισμό επαρκών πληροφορητών. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο (Bağriaçik 2018: 7), στις μέρες μας δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι υπάρχουν πια ομιλητές του συγκεκριμένου ιδιώματος.

Γλωσσολογική περιγραφή

Όπως προαναφέρθηκε, τα καππαδοκικά ιδιώματα αποτελούν μαζί με τα ποντιακά μία διαλεκτική ομάδα με αδιάκοπη και μακραίωνη παρουσία στον μικρασιατικό χώρο, η οποία αποκόπηκε ήδη από τον 11ο αι. από τον κυρίως κορμό της Ελληνικής λόγω της τουρκικής κατάκτησης, με αποτέλεσμα μια αρκετά ιδιαίτερη πορεία εξέλιξης. Πρόκειται, δηλαδή, για ιδιώματα κατά βάσιν αρχαϊκά, που διατηρούν πολλά γνωρίσματα της Μεσαιωνικής Ελληνικής όπως για παράδειγμα (βλ. και Karatsareas 2013: 198): ο σχηματισμός του μέλλοντα με το μόριο να (π.χ. να μη πας ‘δεν θα πας’ Ανακ., να ιδείς ‘θα δεις’ Φάρασ.), η απουσία συνιζήσεως στα Φάρασα (π.χ. ποίος ‘ποιος’), η διατήρηση του τελικού -ν στην Σίλλη και τα Φάρασα (π.χ. σ̑έριν ‘χέρι’ Σίλ., χωρίον ‘χωριό’ Φάρασ. Από την άλλη πλευρά, πολυάριθμα είναι και τα νεωτερικά φαινόμενα, είτε ενδογενή είτε οφειλόμενα σε εξωτερική (τουρκική) επίδραση. Χαρακτηριστικά παραδείγμα της πρώτης περίπτωσης αποτελούν: η συστηματική ανύψωση (στένωση) των ενδιάμεσων φωνηέντων [e] και [o] σε [i] και [u] αντίστοιχα, στο Μισθί (και τις αποικίες του), την Μαλακοπή, την Σεμέντρα, την Σίλλη καθώς και στα ιδιώματα των αποικιών των Φαράσων (π.χ. νίγουμι ‘γίνομαι’ Μαλακ., Τσαρικ., άρουπους ‘άνθρωπος’ Μισθ., Σεμέντρ., όργου ‘έργο, δουλειά’ Μισθ., Σίλ., Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ.,), η τροπή [ð] > [r] στην Σίλλη, στα ιδιώματα Αραβανί και Γούρδονος και σποραδικά σε άλλους καππαδοκικούς οικισμούς (π.χ. είρα ‘είδα’ Σίλ., παιρί ‘παιδί’ Σίλ., Αραβαν., Γούρδ., Φλογ., ρυό ‘δυο’ Σίλ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ.), η χρήση του παραγωγικού επιθήματος -ώνας και για τον σχηματισμό επιθέτων, π.χ. αθρωπιώνας ‘ανθρώπινος’ Μαλακ., ξυώνα ‘ξύλινος’ Σατ., Φάρασ.) και η γενικευμένη επέκταση της κλίσης των ανισοσύλλαβων ονομάτων στα ισοσύλλαβα αρσενικά και θηλυκά στην Σίλλη, π.χ. άρτουπους-άρτουπουροι ‘άνθρωπος-άνθρωποι’, κλέφτσ̑ης-κλέφτσ̑ηροι ‘κλέφτης-κλέφτες’, αλεφρή-αλεφρήρες ‘αδελφή-αδελφάδες’, ισ̑ά- ισ̑άρες ‘φωτιά-φωτιές’. Τυπικές περιπτώσεις οφειλόμενες στην μακροχρόνια και έντονη επαφή με την τουρκική γλώσσα αποτελούν φαινόμενα όπως: η εμφάνιση φωνηεντικής αρμονίας (π.χ. στην περίπτωση του επιθήματος -ίζω κατά την προσαρμογή τουρκικών δάνειων ρημάτων: γιαπουσ̑τουρντούζω ‘αλείφω με κολλώδη ουσία’ αλλά γετισ̑τίζω ‘προλαβαίνω’ Αξ.), η διατήρηση υπερωικών συμφώνων σε ολόκληρο το παράδειγμα κλίσης (π.χ. έχω-έχîς κλπ. Φλογ., ’αγός-’αγî́ ‘λαγός-λαγοί’ Φάρασ.), η ανάπτυξη συγκολλητικής κλίσης (π.χ. μύλος, γεν. μύλοζιου ‘μύλος-μύλου’ Σίλατ.), η σποραδική χρήση τουρκικής προέλευσης καταλήξεων σε ορισμένα ρηματικἀ πρόσωπα του βοηθητικού ρήματος στην Σίλλη και την Σεμέντρα, π.χ. είστινις ‘είστε’ Σίλ., κειέτουνμιστικ ‘ήμασταν’ Σεμέντρ.

Στον κατάλογο που ακολουθεί εκτίθενται τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ιδιωμάτων της Καππαδοκίας, ανά επίπεδο ανάλυσης, με παραδείγματα και πληροφορίες κατανομής.

Φωνολογία

Φωνήεντα

-Ενώ η Κοινή ΝΕ και όλες σχεδόν οι διάλεκτοί της διαθέτουν ένα πενταμελές φωνηεντικό σύστημα /a o u e i/, τα καππαδοκικά ιδιώματα διαθέτουν επιπλέον φωνηεντικά φωνήματα, και συγκεκριμένα τα εξής:

α) το ενδιάμεσο ανοιχτό φωνήεν [æ] <α̈> ως ενδογενή εξέλιξη, αποτέλεσμα της συναλοιφής των ακολουθιών /ia/ και /ea/ συστηματικά στα Φάρασα και τις αποικίες τους, και πολύ σποραδικά σε άλλα καππαδοκικά ιδιώματα, π.χ. απιδα̈́ ‘απιδιά’ (< απιδέα), δα̈́βολος ‘διάβολος’ Φάρασ., παντζ̑ιρέδα̈ ‘παράθυρα’ (< παλ. τουρκ. pancara) Φκόσ., σ̑κα̈́γιος ‘ίσκιος’ (< σκιάδι) Αξ., καρδα̈́ ‘καρδιά’ Σινασσ., μυξα̈́ρ' ‘μυξιάρης’ Μισθ. Το ίδιο φαινόμενο απαντά και στην Ποντιακή (π.χ. όρνα̈ ‘όρνεα’, δα̈βαίνω ‘διαβαίνω’) και στην Μικρασιατική Τσακωνική, π.χ. βορα̈́δες ‘βοριάδες’ < βορεάδες, στέρα̈ ‘αστέρια’).

β) το ίδιο ενδιάμεσο ανοιχτό φωνήεν [ae] <α̈> αντί [a] τόσο στα Φάρασα και τις αποικίες του όσο και σε ορισμένα άλλα ιδιώματα της Καππαδοκίας ως επίδραση των τοπικών τουρκικών ιδιωμάτων της Ανατολίας, π.χ. χτα̈́ρ’ ‘πέτρα’ (< *οχθάριον ‘πέτρα σε όχθη ποταμού’), μπα̈́ς ‘στοίχημα’ (< τουρκ. bahs) Μισθ., α̈λιμπίκα ‘αλεπού’, α̈ντέτ’ ‘έθιμο’ (< τουρκ. adât) Φλογ., ζορλαντα̈́ζω ‘ζορίζω, εξαναγκάζω’ (< τουρκ. zorlamak) Aξ., κρα̈σί ‘κρασί’ Φκόσ., α̈́λπα̈τ͑ ‘βέβαια’ (< τουρκ. elbet) Φάρασ.

γ) το πρόσθιο υψηλό στρογγυλό φωνήεν [y] <ϋ> και το ενδιάμεσο στρογγυλό φωνήεν [ø] <ö>, ως τουρκική επίδραση, σε λέξεις κυρίως τουρκικής προελεύσεως αλλά και σε ελληνογενείς, σε όλα τα καππαδοκικά ιδίωματα, π.χ. Γκϋτζ̑ΰκος ‘Φεβρουάριος’ (< τουρκ. Gücük) Αραβαν. Μιστ. Τσαρικ., μο̈χΰρ’ ‘σφραγίδα’ (< τουρκ. mühür) Φερτάκ., Φλογ., σϋρΰ ‘κοπάδι’ (< τουρκ. sürü) Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Ποτάμ., Τελμ., μπϋτΰνι ‘ολόκληρος’ (< τουρκ. bütün) Σίλ., μπϋγΰκ ‘μεγάλος (< τουρκ. büyük) Φάρασ., ντϋσ̑ϋντίζω ‘σκέφτομαι, συλλογίζομαι (< τουρκ. düşünmek) Αφσάρ., εγ̇îντΰσ̑τα ‘γδύθηκα’ Γούρδ., γ̇ϋλμμώ ‘σκαλίζω’ Τελμ. (< αρχ. γλύμμα ‘εγχάρακτη εικόνα’), μπϋ(γ)ΰρτσ’ ‘κάλτσα’ (< μεσν. ποδόρτιον) Μισθ., τϋρπί ‘τρὐπα’ Μαλακ.

ε) το οπίσθιο υψηλό μη στρογγυλό φωνήεν [ɯ] <î>, ως τουρκική επίδραση, σε λέξεις κυρίως τουρκικής προελεύσεως αλλά σπανίως και σε ελληνογενείς, π.χ. αγ̇î́τ’ ‘μοιρολόι’ (< τουρκ. ağıt ‘θρήνος’) Ανακ., Σεμέντρ. Σίλατ. Φλογ., αλîσ̑τî́ζω ‘συνηθίζω’ (< τουρκ. alışmak) Αραβαν., Μαλακ., αλκ̇îσ̑λαντî́ζω ‘επευφημώ’ (< τουρκ. alkışlamak ‘επικροτώ’) Αξ., τσ̑αγ̇îρντώ ‘φωνάζω δυνατά’ (< τουρκ. çağırmak) Γούρδ., Ουλαγ., Φλογ. Σίλ., βγκî́νω ‘βγαίνω’ Αξ., Ουλαγ., Σίλατ., Φερτάκ., Φλογ., τρόχ̇î ‘τροχός’ (< μεταγν. τρόχιον) Μιστ., τσ̑ιπλάχîς ‘γυμνός’ (< τουρκ. çıplak) Σίλ. Το φαινόμενο είναι πιο σπάνιο στην Σίλλη (βλ. τις σποραδικές αναφορές στους Dawkins 1916: 43 και Κωστάκη 1968: 34, 36, και ακόμα πιο σπάνιο στα Φάρασα (μόνο σε τύπους που κατέγραψε ο Dawkins 1916· βλ. Bağriaçık 2017: 2018: 25).

-Φαινόμενα φωνηεντικής αρμονίας, οφειλόμενα σε τουρκική επίδραση, τα οποία λαμβάνουν την μορφή είτε α) επιλογής διαφορετικού αλλομόρφου παραγωγικών μορφημάτων ανάλογα με το φωνήεν του θέματος στην Καππαδοκία, π.χ. στην περίπτωση του επιθήματος -ίζω κατά την προσαρμογή τουρκικών δάνειων ρημάτων: γιαπουσ̑τουρντούζω ‘αλείφω με κολλώδη ουσία’ αλλά ατλαντî́ζω ‘πηδώ, πετάγομαι’ Τελμ., στην περίπτωση του επιθήματος -λίκι: εργκατλî́κ’ ‘μεροκάματο’ Ουλαγ. (< εργάτης + -λίκι) αλλά γιαβολούκ̇ια ‘διαβολιές’ Ουλαγ. (< γιάβολος ‘διάβολος’ + -λίκι), καλολούχ’ ‘καλοσύνη’ Αραβαν. (< καλός + -λίκι), μπασ̑λαντάς ‘αρχίζεις’ αλλά ντϋσ̑ϋντές ‘σκέπτεσαι’ Σίλ. β) αφομοιώσεων στο θέμα λέξεων, π.χ. άνομος ‘άνεμος’ (σε πολλά ιδιώματα), έζασα ‘έβρασα’ Φάρασ. (< έζεσα), κ͑όσκουνου ‘κόσκινο’ Σίλ.

-Συστηματική και γενικευμένη αποβολή του άτονου ληκτικού υψηλού φωνήεντος [i], με εξαίρεση τα Φάρασα και τις αποικίες τους όπου το φαινόμενο είναι πολύ σποραδικό, π.χ. τζ̑έπ’ ‘τσέπη’ Σίλ., ’πιστόμ’ ‘σκέπασμα του φούρνου’ (< μεσν. ἐπιστόμιον) Ανακ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ. Ουλαγ., πουλγούρ’ ‘πλιγούρι’ Γούρδ., Φκόσ. αράπ’ ‘αράπης’ Αφσάρ, Σάτ. Φάρασ. κ’θάρ’ ‘κριθάρι’ Φάρασ. αθρώπ’ ‘άνθρωποι’ Σίλατ., Φλογ., αλλά και κ’θάρι Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ., αΐπι ‘ντροπή’ (< τουρκ. ayıp) σε όλα τα φαρασιώτικα χωριά. Λιγότερο συστηματικά, παρατηρείται και αποβολή εσωτερικών άτονων υψηλών φωνηέντων σε ορισμένα ιδιώματα, η οποία μάλλον θα πρέπει να θεωρηθεί ένα είδος συγκοπής, π.χ. αλ’κό ‘αλμυρός’ (< αρχ. ἁλυκός) Αξ., αγκλαΐζ’νι ‘καταλαβαίνουν’ (< τουρκ. anlamak) Μιστ., κορ’τσ̑όκκο ‘κοριτσάκι’ Φάρασ., ’λ’τινός ‘κόκκινος’ (< αρχ. ἀληθινός) Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ., β’τόκκο ‘ξύλινο μπουκάλι, παγούρι’ (< μεσν. βουτίον ‘βαρέλι’) Φάρασ., κατούρ’μα ‘κατούρημα’ Σίλ., Φάρασ. αγ’ρούρα ‘αγουρίδα’ (< μεσν. ἀγουρίδα) Σίλ.

-Συστηματική ανύψωση (στένωση) των ενδιάμεσων φωνηέντων [e] και [o] σε [i] και [u] αντίστοιχα, στα ιδιώματα του Μιστί, της Μαλακοπής και της Σεμέντρας, καθώς και στα ιδιώματα των χωριών-αποικιών των Φαράσων και στο ιδίωμα της Σίλλης, π.χ. νίγουμι ‘γίνομαι’ Μαλακ., Τσαρικ., κουντά ‘κοντά’ Μισθ. Σεμέντρ., κειέμι ‘βρίσκομαι, κείτομαι’ (< κεῖμαι) Σεμέντρ., ’ύριψινι ‘γύρεψε’, πάρου ‘πάρω’ Τσουχ., Σίλ., όργου ‘έργο, δουλειά’ Αφσάρ., Κίσκ., Μιστ., Τσουχούρ., Σίλ., είσ̑ιν ‘είχε’ Αφσ., ήρτι ‘ήρθε’ Σίλ.

Σύμφωνα

-Το τριβόμενο υπερωικό σύμφωνο /x/ <χ> πριν από τα πρόσθια φωνηεντα /e, i/ και το ημίφωνο /j/ δεν πραγματώνεται ως τριβόμενο ουρανικό [ç] όπως στην Κοινή ΝΕ, αλλά προσθιώνεται (ουρανώνεται) περαιτέρω σε oυρανοφατνιακό [ʃ], π.χ. ψυσ̑ή ‘ψυχή’ Ανακ., Μιστ., Σίλ., Φάρασ., απάντεσ̑ε ‘περίμενε (προστ.)’ (< μεσν. ἀπαντέχω) Ουλαγ., μασ̑αίρι ‘μαχαίρι’ (Ποτάμ., Σινασσ., Φερτάκ., Σίλ., Φάρασ., Φκόσ.), εσ̑έσινι ‘έχεσε’ Αφσάρ., βροσ̑όνι ‘βραχίονας, μπράτσο’ Αφσάρ., Κίσκ. Το φαινόμενο αυτό απαντά και στην Ποντιακή, και αποτελεί ένα από τα παλαιοτερα διακριτικά γνωρίσματα της καππαδοκικής διαλέκτου, καθώς μαρτυρείται ήδη από τον 13ο αι. σε ποιητικά κείμενα γραμμένα με το αραβικό αλφάβητο (Manolessou 2019: 32-33).

- Τα κλειστά υπερωϊκά /k/ <κ> και /g/ <γκ, γγ> πριν από τα πρόσθια φωνηεντα /e, i/ και το ημίφωνο /j/ δεν πραγματώνονται ως κλειστά ουρανικά [c] και [ɉ] όπως στην Κοινή ΝΕ αλλά προσθιώνονται (ουρανώνονται) περαιτέρω σε προστριβόμενα ουρανοφατνιακά [tʃ] και [dʒ] στα ιδιώματα του Μιστί, των Φαράσων και των αποικιών τους, (και σποραδικά/ λεξικά στην υπόλοιπη Καππαδοκία και την Σίλλη), π.χ. ντιτσ̑εννιά ‘δεκαεννιά’ Μισθ., τσ̑εφάλι ‘κεφάλι’ Ποτάμ., αφάτσ̑’‘είδος τριφυλλιού’ (< αρχ. ἀφάκη) Μιστ., βρατσ̑ί ‘βρακί’ Μιστ., Τσαρικ., Φάρασ., απιτσ̑ά ‘από εκεί’ Μιστ., Φάρασ. (πβ. απεκειά Αξ.), βοστσ̑έρ’ ‘βοσκός’ Φάρασ., τσ̑αντζ̑ί ‘υπόδημα’ (< μεσν. τζαγγίον) Φάρασ., ατζ̑ειό ‘αγγείο’ Μισθ., πουντζ̑ί ‘πουγγί’ Τσαρικ. ’τσείνη ‘εκείνη’ Σίλ., ουτσ̑ά ‘εκεί’ (< εκειά) Σίλ. Για την διαλεκτική κατανομή αυτού του φαινομένου γενικότερα βλ. Manolessou & Pantelidis (2013).

- Τα κλειστά οδοντικά /t/, /d/ πριν από τo πρόσθιo φωνήεν /i/ προσθιώνονται (ουρανώνονται) περαιτέρω σε προστριβές ουρανοφατνιακό [tʃ] και [dʒ] αντίστοιχα στο Αραβανί, το Γούρδονος, την Τελμησσό και την Σίλλη (και σποραδικά στα Φερτάκαινα), π.χ. τσ̑ις ‘ποιος’ (< τις) Αραβαν., Γούρδ., Φερτ., Τελμ., Σίλ., σπίτσ̑ι ‘σπίτι’ Αρ. Σίλ. Τελμ., τσ̑ιναχτσ̑ής ‘πυρετός’ (<τιναχτής) Αραβαν. Γούρδ. κέντζ̑ημα ‘κέντημα’ Αρ., Γούρδ., ρόντζ̑ι ‘δόντι’ Σίλ., αφέντζ̑ης (< αφέντης) Αραβαν.

- Τα φατνιακά /s/ /z/ τρέπονται σε [ʃ] και [ʒ] αντίστοιχα πριν από τo πρόσθιo φωνήεν /i/ και το ημίφωνο /j/ στους περισσότερους οικισμούς της Καππαδοκίας, π.χ. ασ̑ημιώνας ‘ασημένιος’ Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μιστ. Φλογ., σ̑ήμερα Ανακ., Αξ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Τελμ., σ̑ήσ̑τρο ‘κόσκινο’ Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σεμέντρ., Τσαρικ., Φλογ., σ̑ύκα Αξ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ, ζ̑ύγ̑’ ‘ζύγι’ Αξ., Αραβαν., ζ̑υμάρ’ ‘ζυμάρι’ Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ. εκκλησ̑ά ‘εκκλησιά’ Ανακ., Αραβαν., Ποτάμ. Φλογ. Στην Σίλλη το φαινόμενο αφορά μόνο το άηχο φατνιακό, π.χ. γρούσ̑ι ‘γρόσι’, κατεβασ̑ά ‘καταρράχτης του ματιού’ (< μεταγν. κατεβασία) Σίλ.

-Λόγω έντονης επίδρασης της Tουρκικής, τα τριβόμενα μεσοδοντικά σύμφωνα /θ/ και /ð/, τα οποία δεν απαντούν στην Tουρκική, διατηρούνται απαθή στα ιδιώματα των Φαράσων, ενώ στα υπόλοιπα εξελίσσονται ως εξής:

1) το /θ/ στην Καππαδοκία εξελίχθηκε στο αντίστοιχο κλειστό /t/, /th/ ή στα εξακολουθητικά [x]~[ç], [ɣ]~[ʝ], π.χ. τύρα ‘πόρτα’ (< θύρα) Ανακ., Μιστ., Καρατζάβ., Τσαρικ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Φερτακ., κιτ͑άρ’ ‘κριθάρι’ Ανακ., έμαχα ‘έμαθα’ Αξ., Γούρδ., Μιστ., Μπέηκ., Ουλαγ., Σεμέντρ., χερίζω ‘θερίζω’ Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σεμέντρ., ορνίχ’ ‘κότα’ (< αρχ. ὀρνίθιον) Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σεμέντρ., Τσαρικ., Χεός ‘Θεός’ Αξ., Αραβαν., Μιστ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τροχ., χιωρώ ‘θωρώ’ Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σεμέντρ., Τσαρικ., πεχερός ‘πεθερός’ Αραβαν., Μιστ., χιάλασσα ‘θάλασσα’ Αξ., κάγομαι ‘κάθομαι’ Ουλαγ., κλουγάρα ‘ηλακάτη’ (< κλωθάρα) Αραβαν., μαγίνω ‘μαθαίνω’ Ουλαγ., τυμούμαι ‘θυμάμαι’ Αραβ. Στο Αραβανί και το Γούρδονος παρατηρείται και η τροπή του /θ/ σε /r/ (προφανώς με ενδιάμεσο αμάρτυρο στάδιο μεσοφωνηεντικής ηχηροποίησης [θ] > [ð]), π.χ. κάρουμαι ‘κάθομαι’, καλάρ’ ‘καλάθι’. Σπανιότερη είναι η τροπή του /θ/ σε /ʃ/ ή /s/, π.χ. π’σ̑αμή ‘σπιθαμή’ Αξ., σέκνω ‘βάζω’ (< μεσν. θέτω) Αραβαν., Ουλαγ. Η τροπή /θ/ > /s/ είναι ο κανόνας στην Σίλλη, π.χ. πεσερός ‘πεθερός’, σέλου ‘θέλω’, όπου σπάνια παρατηρείται και η τροπή /θ/ > /tʰ/, π.χ. τ͑άμα ‘θαύμα’. Ενίοτε σε καππαδοκικά ιδιώματα το /θ/ αποβάλλεται σε μεσοφωνηεντική θέση, π.χ. κάομαι ‘κάθομαι’ Αραβαν., Ουλαγ., πεερό ‘πεθερός’ Αξ., Αραβαν., Μιστ. Ουλαγ., Σεμέντρ. (προφανώς δευτερογενώς μετά την τροπή του σε [ɣ]~[ʝ]). Σημειωτέον ότι η κλειστοποίηση του /θ/ σε συμφωνικά συμπλέγματα με δύο εξακολουθητικά σύμφωνα, δηλ. /rθ/ > /rt/, /sθ/ > /st/, /fθ/ > /ft/ (παρατηρείται και στα Φάρασα και τις αποικίες τους), οφείλεται απλώς σε ανομοίωση ως προς τον τρόπο άρθρωσης (εξακολουθητικότητα) και όχι σε τουρκική επίδραση, π.χ. νάρτηκα ‘νάρθηκας εκκλησίας’ Αραβαν., Γούρδ., Μιστ., Σίλατ., χουλιαρ’τήκα ‘θήκη κουταλιών’ (χουλιάρι ‘κουτάλι’ + θήκη) Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μιστ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ., άρτουπους ‘άνθρωπος’ Σίλ., ήρτα ‘ήρθα’ Καππ., Φάρασ., Αφσάρ., Τσουχούρ., Σίλ., αστινάρ’ ‘ασθενής’ Ουλαγ., Σεμέντρ., φτείρι ‘ψείρα’ (< μεταγν. φθείρ) Φάρασ.

2) το /ð/ τρέπεται στο αντίστοιχο κλειστό /d/, π.χ. ντώμα ‘σκεπή’ (< δῶμα) Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μιστ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τσελτ., Φερτ., ντεν ‘δεν’ Αξ., Αραβαν., Αραβ., Μιστ., Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ., Τσαρικ., Φερτάκ., ντάσκαλος ‘δάσκαλος’ Ουλαγ., Σεμέντρ., Φερτἀκ., αντίντερο ‘αντίδωρο’ Τελμ., τροωντού ‘τραγουδώ’ Ουλαγ. Πιο σπάνια είναι η τροπή του /ð/ σε /z/, π.χ. ζέστην ‘δέθηκα’ Ανακ., λάζ’ ‘λάδι’ Σεμέντρ., ζουλειά ‘δουλειά’ Φερτάκ., Σίλ., ζύναμη ‘δύναμη, εξουσία’ Σίλ. Ως περαιτέρω εξέλιξη, κυρίως στα ιδιώματα του Αραβανί, του Γούρδονος και της Σίλλης αλλά σποραδικότερα σε άλλους καππαδοκικούς οικισμούς το /ð/ > /d/ οπισθιώνεται στο φατνιακό /r/, π.χ. παιρί ‘παιδί’ Αραβαν., Γούρδ., Φλογ., παπαριά ‘παπαδιά’ Αραβαν., Ουλαγ., Σίλ., ερυό ‘δυο’ Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σεμέντρ., ρείκνου ‘δείχνω’ Σίλ. Ενίοτε το /ð/ αποβάλλεται σε μεσοφωνηεντική θέση, π.χ. αελφός ‘αδελφός’ Αξ., Μιστ., Σεμέντρ., βράυ ‘βράδυ’ Αξ., Μιστ., Μπέηκ., Σίλ., ενώ το σύμπλεγμα /ðʝ/ τρέπεται άλλοτε σε /ʝ/, π.χ. γιάβολος ‘διάβολος’ Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Ουλαγ., Φερτακ., Φλογ., γυο ‘δυο’ Μιστ., Φλογ., Σιλ. και άλλοτε σε /dʝ/, π.χ. ντιάβολος ‘διάβολος’ Αξ., Αραβαν., Σίλατ., ντιαβάζου ‘διαβάζω’ Μιστ., ντιακόσ̑α ‘διακόσια’ Αξ. Τσαρικ.

- Τα άηχα κλειστά /p/, /t/, /k/ προφέρονται συχνά δασυνόμενα κυρίως στην αρχή συλλαβής σε όλα τα ιδιώματα, π.χ. π͑ικρό ‘πικρός’ Αξ., π͑αλιό ‘παλιός’ Αξ., Μιστ., π͑άρτσ̑ι ‘πήλινο σκεύος’ (< τουρκ. parçı) Ανακ., λα̈π͑λιπλιά ‘στραγάλια’ (< τουρκ. leblebi) Μπεηκ., π͑αλτ͑άδια ‘μπαλτάδες» Ποτάμ., γαρίπ͑' ‘ξένος, άγνωστος’ (< τουρκ. garip) Αξ., Μαλακ., Φάρασ., π͑ατ͑ιρτ͑ούς ‘πατιρντί’ Αφσάρ., Τσουχούρ., π͑ατ͑ρίκης ‘πατριάρχης’ Φάρασ., π͑αρλάχ̇ι ‘φωτεινός, γυαλιστερός’ (< τουρκ. parlak) Αφσάρ., ταπ͑άνι ‘πέλμα’ (τουρκ. tapan) Φάρασ., Κίσκ., ’π͑ουχώνου ‘θάβω’ Σίλ., γιατ͑ί ‘γιατί’ Αξ., τ͑εια ‘θεια’ Αξ., Γούρδ., ντούτ͑ου ‘ενέχυρο’ (< τουρκ. tutu) Μιστ., τ͑υρπιά ‘τρύπες’ Ανακ., Δίλ., βιλαέτ͑ι ‘βιλαέτι’ Σινασσ., Αφσάρ., νομάτ͑’ ‘άνθρωπος’ (< μεσν. ὀνομάτοι) Αφσάρ., γατ͑ίλης ‘δολοφόνος’ (< τουρκ. katil) Σίλ., κ͑αζdώ ‘σκάβω’ (< τουρκ. kazmak) Φερτάκ., κ͑αλό κ͑ύριο ‘καλός κύριος’ Φερτ., κ͑αϊνατού ‘βράζω’ (< τουρκ. kaynatmak) Ουλαγ., κ͑ιρίκα ‘πουλάρι γαϊδουριού’ (< τουρκ. kürük) Μιστ., Ουλαγ., Σινασσ., κ͑ουντώ ‘ρίχνω, πετώ’ (< αρχ. ἀκοντίζω) Αξ., μελμεκ͑έτι ‘πατρίδα’ (< τουρκ. memleket) Τσουχούρ., αρκ͑αντάσ̑ης ‘φίλος, σύντροφος’ (< τουρκ. arkadaş) Σίλ., κ͑όκ͑ι ‘ρίζα δέντρου’ (< τουρκ. kök) Φάρασ., π͑α̈τ͑α̈́κ͑ι ‘κυψέλη’ (< τουρκ. petek) Αφσάρ. Το φαινόμενο απαντά και σε δάνειες αλλά και σε ελληνογενείς λέξεις, και αποτελεί βασικό γνώρισμα της τοπικής ανατολιακής διαλέκτου της τουρκικής, υπό την επίδραση της οποίας πέρασε στην ελληνική.

Μορφολογία

Ονοματική μορφολογία

-Απώλεια της διάκρισης γένους, υπό την επίδραση της τουρκικής ιδιαίτερα στην περίπτωση των άψυχων ουσιαστικών. Πιο συγκεκριμένα, στα ιδιώματα των Φαράσων και της Σίλλης το τριμελές σύστημα (αρσενικό-θηλυκό-ουδέτερο) διατηρείται απαθές, ανεξαρτήτως του αν το ουσιαστικό είναι έμψυχο ή όχι, π.χ. Φάρασ. ο κ͑αdής ‘ο δικαστής’, τον κελέν ‘το κεφάλι’, η ναίκα ‘η γυναίκα’, τη λαχτυλίδα ‘το δαχτυλίδι’, το φίδι, (Σίλ.) τους γκιαούρηροι ‘τους γκιαούρηδες’, τουν ντόπουν ‘τη θέση’, τσ̑ην γκόρη ‘την κόρη’, τσ̑η γλώσσαν ‘την γλώσσα’, τα ρούχα. Η διάκριση αυτή διατηρείται σε σημαντικό βαθμό και στην Τελμησσό (π.χ. σον ντόπο ‘στον τόπο’ αλλά και ντ’ όλιο ‘τον ήλιο’, τσ̑η ναίκα ‘την γυναίκα’, σ̑η θύρα ‘στην πόρτα’, λίγα ντικένια ‘λίγα αγκάθια’), την Σινασσό (π.χ. τον δράκο, λουτρός ‘λουτρό’, η μάνα, η ώρα, το σκυλί), τα Ποτάμια (π.χ. ντεϊρμεντζ̑ής, τον ντεϊρμεντζ̑ή ‘μυλωνάς, τον μυλωνά’), την Αξό (π.χ. τον άρχιωπο ‘τον άνθρωπο’, τον γκαιρό ‘τον καιρό’ αλλά και το γύπνος ‘ο ύπνος, τον ύπνο’, τ’ κάτα ‘η γάτα, την γάτα», τ’ καριά ‘η καρδιά, την καρδιά’ τα μιντάρια ‘τα στρώματα’) και τα Σίλατα, π.χ. σομ μπαπά τ’ ‘στον μπαμπά του’, ση ναίκα ‘στην γυναίκα’, τη θύρα ‘την πόρτα’ αλλά και το ναίκα ‘την γυναίκα’, ντο λαχτυλίδα ‘το δαχτυλίδι’, το κορίτσ̑’). Σε άλλους οικισμούς (Αραβανί, Γούρδονος, Μαλακοπή, Φλογητά) η διάκριση των γενών εμφανίζεται σχεδόν μόνο στην ονομαστική των έμψυχων ουσιαστικών, π.χ. (Αραβαν.) πατισ̑άχος ‘βασιλιάς’, σο ιμάμ ‘στον ιμάμη’, το ναίκα ‘την γυναίκα’, (Γούρδον.) σο πατέρα ‘στον πατέρα’ αλλά και τον γκόλφο ‘τον κόρφο’, σ̑υννύφ’σσες ‘συννυφάδες’, (Μαλακ.) βασιλέγας, βασιλέγα ‘βασιλιάς, βασιλιά’, του μάνα ‘την μάνα’, (Φλογ.) κ͑αϊφεdζ̑ής, κ͑αϊφεdζ̑ή ‘καφετζής, καφετζή’, ναίκες ‘γυναίκες’, τα σ̑ύκες ‘τα σύκα’. Τέλος, στα Φερτάκαινα και το Ουλαγάτς οι διακρίσεις γένους έχουν εξαλειφθεί πλήρως και όλα τα ονοματικά στοιχεία εμφανίζονται ως ουδέτερα, π.χ. το πατισ̑άχ ‘ο βασιλιάς’, σο ναίκα ‘στην γυναίκα’(Φερτάκ.), ντο άντρα, ‘ο άντρας’, ντο ναίκα ‘η γυναίκα’, ντο παιί ‘το παιδί’(Ουλαγ.).

-Σε ορισμένα ιδιώματα με εντονότερη επίδραση από την τουρκική, ολική τυπολογική αναδόμηση του κλιτικού συστήματος κατά τα τουρκικά πρότυπα, με συγκολλητική κλίση βάσει των μορφημάτων του ουδετέρου. Παράδειγμα, το κλιτικό παράδειγμα των ουδετέρων σε -ο στο νότιο ιδίωμα του Ουλαγάτς, π.χ. κοϊκονό ‘κόκορας’. γεν. κοϊκονο-γιού, πληθ. κοϊκονό-για, ενώ για την κεντρική ομάδα διαλέκτων πβ. το κλιτικό παράδειγμα του σ̑ύντεκνος ‘κουμπάρος’, γεν. σ̑ύντεκνοσ-γιου, πληθ. σ̑ύντεκνοσ-για στην Αξό. Τέλος για την βορειοδυτική ομάδα πβ. το κλιτικό παράδειγμα του λαγός, γεν. λαγόσ-γιου, πληθ. λαγόσ-για. Βλ. αναλυτικότερα Janse (2019).

Ρηματική μορφολογία

-Σχηματισμός του μέλλοντα με το να + υποτακτική αντί του θα + υποτακτική της Κοινής ΝΕ, π.χ. να σε σκοτώσω ‘θα σε σκοτώσω’ Φλογ., να σε δείξουν ‘θα σου δείξουν’ Φάρασ., Αμή μου να μι γλυτώσει ‘Ο θείος μου θα με γλιτώσει’ Κίσκ. Ντετσού aν πaς νa βγούν᾽ ομπρό σ᾽ πολλὰ φίια ‘Εκεί αν πας θα βγούν μπροστά σου πολλά φίδια’ Μισθ. Έκατσεν βούβος σο σπίτ’; Να πεθάνει κάποιος ‘Έκατσε κουκουβάγια πάνω στο σπίτι; Θα πεθάνει κάποιος’ Ποτάμ. Σ’ ένα ερυό μήνες να έρτσει ατσού ανεψιό μ’ ‘Σε ένα δυο μήνες θα έρθει εκεί ο ξάδελφός μου’ Αραβαν. Πρόκειται για βασικό αρχαϊσμό όλων των καππαδοκικών ιδιωμάτων, κατάλοιπο της μεσαιωνικής ελληνικής (βλ. CGMG: 1770-1771). Από τον σχηματισμό αυτό εξαιρείται η Σίλλη, που σχηματίζει τον μέλλοντα με το σε (να) (< θε να), π.χ. Πότ’ σε να νιούσ’ ούλες αυτές οι ζουλειές; ‘Πότε θα γίνουν όλες αυτές οι δουλειές;’, ’μεις σε να βρούμι τ’ γολάγιν του, ξέρουμε τσο σε ποίσουμι ‘Εμείς θα βρούμε την λύση, ξέρουμε τι θα κάνουμε’, Κο σου κόρη σε πάρει του σταχτητζ̑ή ‘Η κόρη σου θα πάρει για άντρα της τον πωλητή στάχτης’. Στα Φάρασα και σε κάποιες από τις αποικίες τους εμφανίζεται επίσης μελλοντικός σχηματισμός με το μόρ. χα (< είχα), π.χ. (Φάρασ.) Με μένα τίς χα με κρατήσει; ‘Αλλά εμένα ποιος θα με κρατήσει;’, Το έναν το βάρτι ήνοιξε, τ’ άβου χ’ ανοίξει ‘Το ένα το τριαντάφυλλο άνοιξε, το άλλο θ’ ανοίξει’, (Φκόσ.) Να με βράσ’, ’α ’ινώ τελέφι ‘Αν με βράσεις, θα λιώσω’.

-Απουσία του νεοελληνικού περιφραστικού παρακειμένου με το βοηθητικό ρήμα έχω + απαρέμφατο (για την διαλεκτική κατανομή των παρακειμενικών δομών τύπου Α γενικότερα βλ. Τσολακίδης, Μελισσαροπούλου & Ράλλη 2020), και χρησιμοποίηση στην θέση του του αορίστου. Ο δε υπερσυντέλικος σχηματίζεται (παντού πλην του ιδ. Φαράσων) όχι με την περίφραση είχα + απαρέμφατο όπως στην Κοινή ΝΕ, αλλά, κατά το τουρκικό πρότυπο, με βάση τον κλινόμενο αόριστο και τον εγκλιτικό τύπο του γ’ εν. παρατατικού του ρ. είμαι. Για παράδειγμα, κατά τον τουρκ. υπερσυντέλικο geldi idi ‘ήρθε ήταν’ του ρ. gelmek ‘έρχομαι’, σχηματίστηκαν τα: ήρτα-ες-ε ήτον Φερτακ., Ουλαγ., ήρτα-ες-ε ήτουν Αραβαν., ήρτα-ες-ε ’τον Τελμ., ήρτα-ες-ε ’ντουν Μιστ., ήρτα-ες-ε ’ντον Αξ., ήρτα-ες-ε ήτου Σίλ. (βλ. αναλυτικότερα Τσολακίδης, Μελισσαροπούλου & Ράλλη 2016).

-Χρήση του επιθήματος -ισκ- ως κλιτικού επιθήματος σχηματισμού του παρατατικού, π.χ. γράφτ-ισκ-α ‘έγραφα’ Σίλατ., πλύν-ισκ-α ‘έπλενα’ Αραβ., Γούρδ., Σεμέντρ., τάβρ-ισ̑κ-α ‘τραβούσα’ Αξ., ρώτειν-ισ̑κ-α ‘ρωτούσα’ Ουλαγ., σφάγνισ̑κα ‘έσφαζα’ Αραβ., βάλλισ̑κα ‘έβαζα’ Δίλ., Ποτάμ., Τελμ., Τσελτ., σελεινόντζ̑-ισκ-α ‘ήθελα’ Σίλ., κρατείνκα (< κρατείν-ισκ-α) ‘κρατούσα’ Φάρασ. Βλ. αναλυτικά Παντελίδης (2016). Κατόπιν, σε ορισμένα ιδιώματα (π.χ. Σινασσός) το μόρφημα αυτό επεκτείνεται και στον ενεστώτα, δημιουργώντας νεωτερική αντίθεση εξακολουθητικού έναντι στιγμιαίου ποιού ενεργείας.

-Εγκλιτική μορφή του συνδετικού ρήματος, το οποίο (κατά τα τουρκικά πρότυπα) προσκολλάται σε ουσιαστικά, επίθετα, αρνητικά μόρια, δεικτικές, κτητικές και ερωτηματικές αντωνυμίες καθώς και στο κυρίως ρήμα του υπερσυντέλικου, π.χ. τσανό ’τον ‘ήταν ανόητος’ Τελμ., καλό ’τουν ‘ήταν καλό’ Σεμέντρ., τυφλόζ ’μαι ‘είμαι τυφλός’ Αξ., αστενάρ’ ’μαι ‘είμαι άρρωστος’ Αραβαν., χαστάς̑ ’μου ‘είμαι άρρωστος’ Σίλ., ατά ’νι γαμπάχ’ ‘αυτό είναι κολοκύθι’ Μιστ., το ’μό ’ναι ‘είναι δικό μου’ Ποτάμ., Ουλαγ., κό μου ’ναι ‘δικό μου είναι’ Σίλ., ιτό ντέ ’νι ‘αυτό δεν είναι’ Μαλακ., τζ̑ό ’νι μο του έκλιψιν ‘δεν είναι μόνο που έκλεψε’ Φάρασ., τσ̑ούνουζ ’ναι ετό το παιρί; ‘τίνος είναι αυτό το παιδί;’ Αραβαν., τίαλ’ ’σαι; ‘Πώς είσαι;’ Αραβ.

Παραγωγική μορφολογία

-Ιδιαίτερη επίδοση συγκεκριμένων επιθημάτων και δημιουργία νεωτερικών παράγωγων ουσιαστικών ή επιθέτων που απουσιάζουν από την λοιπή ελληνική, π.χ. μεταρηματικά ουσιαστικά σε -σιμο/-σιμα, όπως αστράψιμου ‘λάμψη’ (< αστράφτω) Μιστ., ντάξ̑ιμο ‘δάγκωμα’ (< ντάκνω) Αραβαν., ζέσ̑ιμο ‘ζέσταμα’ (< ζένω) Αξ., Αραβαν., λάμσ̑ιμο ‘όργωμα’ (< λάμνω) Ανακ., γιάσιμο/γιάσιμα ‘γέλιο’ (< γιάω ‘γελώ’) Φάρασ., ’σπρίσιμα ‘άσπρισμα’ (< ασπρίζω) Φάρασ., Σίλ., νίψ̑ιμα ‘νίψιμο’ (< νίφτου) Σίλ., υποκοριστικά σε -ίκα/-ούκα, π.χ. αλεπίκα (Σινασσ.) / αλεπούκα ‘αλεπού’ (Μιστ.), μαμμούκα ‘μανούλα’ Φάρασ., Αφσάρ., σε -όπο, όπως κ’λουρόπο ‘κουλουράκι’ Ανακ., τσ̑ικόπ-πο ‘μικρό πήλινο σκεύος’ (< τσικί) Αξ., ποταμόπο ‘ποταμάκι’ Τζαλ., και όκ-κο (στα Φάρασα και τις αποικίες τους) όπως τσ̑υνογαρόκ-κος ‘μικρός αετός’ (<τσ̑υνογάρ’ ‘αετός’) Φάρασ., γαϊδαρόκκο ‘γαϊδουράκι’ Φάρασ., ’βόκ-κο ‘αβγουλάκι’ (< αβγό) Φάρασ., κορ’τσόκ-κου ‘κοριτσάκι’ Τσουχούρ., εθνικά σε -λής/-λούς, π.χ. Μιστιλής ‘Μιστιώτης’ Ανακ., Σ̑ιλλελ̑ής ‘Σιλλιώτης’ Σίλ., Γκιουβερτζ̑ιλής ‘από το Γκιουβερτζι(ν)λίκ’ Ανακ., Σινασοσλούς ‘Σινασσιώτης’ Φάρασ., επίθετα σε -ώνας, π.χ. αθρωπιώνας ‘ανθρώπινος’ Μαλακ., ασημιώνας ‘ασημένιος’ Μιστ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., θαλώνα ‘πέτρινος’ Φάρασ., μεταξώνα ‘μεταξωτός’ Ανακ.

-Εκτεταμένη χρήση τουρκικών παραγωγικών επιθημάτων, όπως -λίκ(ι)/-λίχ(ι)/-λî́χ(ι)/-λούχ(ι) (< τουρκ. -lik/-lık), π.χ. εμμιτελίκ’ ‘μερίδιο κληρονομιάς’ (< εμμί ‘θείος από την πλευρά του πατέρα’) Φλογ., γιαβολούκ̇ια ‘διαβολιές’ (< γιάβολος ‘διάβολος’) Ουλαγ., εργατλî́χ’ ‘μεροκάματο’ (< εργάτης) Αξ., αχορτασλίχι ‘απληστία’ (< αχορτασιά) Φάρασ., καλολούχ’ ‘καλοσύνη’ (< καλό) Αραβαν., φασολούχ’ ‘χωράφι με φασόλια’ (< φασόλι) Ανακ., Φάρασ., αρζουλούχ’ ‘επιθυμία’ (< τουρκ. arzu) Μιστ., -λής/-λούς, -λî́/-λού (< τουρκ. -li/-lı), π.χ. όιμαλî ‘ματωμένος’ (< όιμα ‘αίμα’) Ουλαγ., ασκερλής ‘στρατιώτης’ (< ασκέρι) Φλογ., θαλ-λούς ‘πέτρινος’ (< θάλι ‘πέτρα’) Φάρασ. (βλ. αναλυτικότερα Bağrıaçık, Göksel & Ralli 2019), και -λαν- (< τουρκ. -lan-), π.χ. καλολαντού ‘αναρρώνω’ (< καλός) Ουλαγ., σοφλαντίζω ‘υποκρίνομαι τον ευλαβή’ (< σοφής ‘ευλαβής’) Μαλακ., φοτουλαντίζου ‘υπερηφανεύομαι’ (< φοτουλού ‘ψευτοπερήφανος’) Μιστ., χουφταλαντî́ζω ‘χουφτώνω’ (< χούφτα) Αξ.

-Προσαρμογή των δανείων τουρκικών ρημάτων με βάση τον τουρκικό μονολεκτικό κλινόμενο αόριστο σε -di, και εμφάνισή τους ως -(ν)τίζω/-(ν)τίζου που μεταπλάθεται σε -(ν)τώ/-(ν)τού, π.χ. αγιπλατίζω ‘αποδοκιμἀζω’ (< τουρκ. ayıpladı του ayıplamak) Μαλακ., αγουλαντίζου ‘πικραίνω’ (< τουρκ. ağiladı του ağilamak ‘δηλητηριάζω’) Μιστ., νταγλαντî́ζω ‘καυτηριάζω’ (< τουρκ. dağladı του dağlamak) Αξ., αϊτλαντî́ζου (Αραβ. αλλά αϊτλαντού στο Ουλαγάτς) ‘καθαρίζω’ (< τουρκ. ayıkladı του ayıklamak), μπαγ̇îρντώ ‘φωνάζω δυνατά’ (< τουρκ. bağırdı του bağırmak) Αξ., Τελμ., Φλογ., Σίλ., κοα̈ρντίζω ‘πρασινίζω’ (< τουρκ. göverdi του gövermek) Φάρασ., Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φκόσ., γαζαντίζω (Αξ., Αραβαν., Φάρασ. αλλά γαζαντώ στην Σίλλη) ‘καζαντίζω’ (< τουρκ. kazandı του kazanmak), αγνατώ ‘καταλαβαίνω’ (< τουρκ. διαλ. ağnadı του ağnamak) Φάρασ., τσιρλαντώ ‘τρίζω’ (< τουρκ. cırlanmak) Τροχ. Βλ. αναλυτικότερα Melissaropoulou (2010: 246-251), Ralli (2016).

Σύνταξη

-Έκφορά του έμμεσου αντικειμένου σε πτώση αιτιατική, ως αντικατάσταση της αρχαίας δοτικής, π.χ. Τσι να σε πω; ‘Τι να σου πω;' Τελμ., ’α σε δώκω ετά το τσ̑όπ’ ‘Θα σου δώσω αυτό το ραβδί’ Ποτάμ., Ντώσετ’ με λίγο ψωμί ‘Δώστε μου λίγο ψωμί’ Γούρδ., Ποιος σε τα δώκεν; ‘Ποιος σου τα έδωσε;’ Σίλατ., Έχου ένα λόγος να σι πω ‘Έχω έναν λόγο να σου πω’ Μισθ., Ντώκεν ντα το κορίτσ̑’ ‘Τα έδωσε στο κορίτσι’ Αξ., Συντάζω σε α γουρμπάνι ‘Σου τάζω ένα σφάγιο’ Φάρασ., Είπιν τα την κόρη του ‘Τα είπε στην κόρη του’ Τσουχ., Πήγασ̑ιν του βαλή και τουν είπασ̑ι ‘Πήγαν στον βαλή και του είπαν’ Σίλ. Παρομοίως, οι λειτουργίες της δοτικής ηθικής, χαριστικής κλπ. έχουν αντικατασταθεί από την αιτιατική και όχι από την γενική όπως στην Κοινή ΝΕ, π.χ. ’πλόμεν ντο τα δυο φσ̑άχα ‘Του απόμειναν τα δύο παιδιά’ Τελμ., Ψήσε με κεμπάμπ’ ‘Ψήσε μου κεμπάμπ’ Φλογ., Άνοιξέ με ‘Άνοιξέ μου’ Αξ., Χάρε μου, άφες με τον Ακρίτη ‘Χάρε μου, άφησέ μου (ζωντανό) τον Ακρίτα’ Σινασσ., Το σον το κρυφὀν το φέρεμα κα τζ̑ο φάνη με ‘Ο ερχομός σου στα κρυφά δεν μου φάνηκε κάτι καλό’ Φάρασ., Ποίτσε με α χρεία ‘Ετοίμασέ μου τροφή για τον δρόμο’ Φάρασ. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί τυπικό γνώρισμα και της Ποντιακής (π.χ. Δώσ’ με έναν νερόν ‘Δώσ’ μου ένα νερό’, Ντο να εφτάη σε το μωρόν; ‘Τι να σου κάνει το μωρό;’) και γενικότερα του συνόλου της μικρασιατικής ελληνικής, και καταγράφεται, ως διαλεκτικό ισόγλωσσο, ήδη από την μεσαιωνική περίοδο. Για την διαλεκτική κατανομή του φαινομένου βλ. Λεντάρη και Μανωλέσσου (2003), Manolessou & Beis (2006). Βλ. και Αναστασιάδης (1976: 89-90, 106-107).

- Οι αδύνατοι τύποι των προσωπικών αντωνυμιών επιτάσσονται στο ρήμα στις απλές καταφατικές προτάσεις, π.χ. Έφαγέ σε ‘Σε ἐφαγε’ Αξ., Φάισαν dο, σκότωσάν do ‘Τον χτύπησαν, τον σκότωσαν’ Φλογ. Κὐλισμα λέϊσ̑καμ’ το το βαθύ το σκάψιμο ‘Κύλισμα το λέγαμε το βαθύ το σκάψιμο’ Ανακ., Ο Θεός ’φήτσ̑ε σε αμ-μά τζ̑ο ζελμονά σε ‘Ο Θεός σε άφησε αλλά δεν σε ξεχνά’ Φάρασ. Αντίθετα, προτάσσονται όταν προηγούνται τα μόρια να, ας κλπ., σύνδεσμοι ή κάποιο εμφατικό στοιχείο, π.χ. Να τα μάχει ‘Θα τα μάθει’ Σεμέντρ., Ντέν ’μαι παπάς και να σε μαφτίσω ‘Δεν είμαι παπάς για να σε βαφτίσω’ Αξ., Ας τα ψ̑ήσουμ’ και ας τα φάμ’ ‘Ας τα ψήσουμε και ας τα φάμε’ Τελμ., ’ς σε πάρει ο δι-έβος ’πομπρό μου! ‘Ας σε πάρει ο διάβολος από μπροστά μου’ Φάρασ., Χας τα μαδήσει η χώρα ‘Ας τα θερίσει η ξένη’ Τσουχούρ., Αμή μου να μι γλυτώσει ‘Ο θείος μου θα με γλυτώσει’ Κίσκ., Παράδα πάλι νε με δώσ’, τζ̑ο παίρω τα ‘Και να μου δώσεις χρήματα, δεν τα παίρνω’ Αφσάρ., Με μένα τις χα με κρατήσει; ‘Μα εμένα ποιος θα με συγκρατήσει;’ Σατ., Να τα ρώκεις, να τα πήρα ‘Αν τα έδινες, θα τα έπαιρνα’ Σίλ., Νο χα τα λέγαμε; ‘Πώς θα τα λέγαμε;’ Σίλ. Άλλο κανείς τα χαζîρλαdî́σ̑’ κι άλλο τα τρώει ‘Άλλος τα ετοιμάζει και άλλος τα τρώει’ Αραβαν. Μάνα μ’ ήξερέ τα, καλά τα ήλεγέ μας ‘Η μάνα μου τα ήξερε, καλά μας τα έλεγε’ Τελμ. Γενικά τηρούνται οι κανόνες συντακτικής λειτουργίας των κλιτικών της μεσαιωνικής περιόδου, όπως περιγράφονται, π.χ. στο Pappas (2004). Για το θέμα βλ. και Janse (1994, 1997, 1998α, β, 2006).

- Χρήση του άρθρου ως αναφορικής αντωνυμίας, ως αρχαϊκό κατάλοιπο της μεσαιωνικής ελληνικής, π.χ. Με ζολμονάς τα σάνουν σε αρχιώπ’ ‘Μην ξεχνάς αυτά που σου κάνουν οι άνθρωποι’ Αξ., Το αρατά τα πολλά χάν’ και τα λίγα ‘Όποιος ζητάει τα πολλά χάνει και τα λίγα’ Φλογ., Εκεί τ’ μπαίγει, άλλ’ ρε βγαίνει ‘Όποιος μπαίνει εκεί δεν βγαίνει πια’ Σίλ., Εμείς τα κωνούτανται μάζευαμ’ τα ‘Εμείς αυτά που έπεφταν τα μαζεύαμε’ Ανακ. Ετά τα λες τα λόγια τ' είνται, εγώ ένα σ̑έι δεν ανγκλάτ'σα ‘Αυτά τα λόγια που λες τι είναι, εγώ τίποτα δεν κατάλαβα’ Μισθ. Για την διαλεκτική κατανομή του φαινομένου βλ. Κρίκη (2016).

- Οι αναφορικές προτάσεις προτάσσονται του όρου αναφοράς τους κατ’ επίδραση της τουρκικής, η οποία χαρακτηρίζεται γενικώς από συντακτικές δομές με την κεφαλή στα δεξιά π.χ. Το ήρτες τ’ μέρα ‘Την ημέρα που ήρθες’ Αξ., Τα ποίκες τα έργατα ‘Οι πράξεις που έκανες’ Τελμ., Του ’γαπάγω το κορ’τσόκκο ‘Η κοπέλα που αγαπώ’ Φάρασ., Το δεν ξεύρεις πράμα τι το λες; ‘Το πράγμα που δεν ξέρεις τι το λες;’ Σινασ. Παν πάλε σε Νέβσ̑εχιρ να φέρ’νε νύφης τα παράγγειλαν τα τσόλια ‘Πάνε πάλι στην Νεάπολη να φέρουν τα ρούχα της νύφης που είχαν παραγγείλει’ Φλογ. Για το φαινόμενο βλ. αναλυτικά Αναστασιάδης (1976), Janse (1999), Bağrıaçık (2020).

- Παρομοίως, η γενική κτητική προτάσσεται του ουσιαστικού-κεφαλής, κατ’ επίδραση της τουρκικής, π.χ. νύχταγιου χ̇ιρσî́ζ ‘κλέφτης της νύχτας’ Ουλαγ., Εύας το ταρός ‘τον καιρό της Εύας’ Αραβαν., τ’ βασ̑ιλιού τ’ νύφ’ς ‘της νύφης του βασιλιά’ Αξ., του χωραφιού καιρός ‘η εποχή του θερισμού’ Σινασσ., ένα βασ̑ιλέγα παιδί ‘ένα βασιλόπουλο’ Σίλατ., αδελφού τ’ τα σπίτια ‘του αδελφού του τα σπίτια’ Φλογ., ματιού το άσπρο ‘το ασπράδι του ματιού’ Φερτάκ., μοναστηριού το ηγούμενος ‘ηγούμενος του μοναστηριού’ Γούρδ., του πατισ̑άχου την κόρη ‘την κόρη του βασιλιά’ Φάρασ., μεγάλη ’κλησ̑άς μας τα τ͑εμέλια ‘τα θεμέλια της μεγάλης εκκλησίας μας’ Σίλ. Βλ. αναλυτικότερα Αναστασιάδης (1976: 54-55).

-Οι σύνθετες προθέσεις ενώ κανονικά προτάσσονται των στοιχείων με τα οποία σχηματίζουν εμπρόθετους προσδιορισμούς, ενίοτε επιτάσσονται κατά τα τουρκικά πρότυπα π.χ. Ντου λέει γκιορα̈́ ‘Σύμφωνα με τα όσα λέει’ Μιστ., Στάθη το λαχτόρι σον αωπό ’γνέντα ‘Ο κόκκορας στάθηκε απέναντι στην αλεπού’ Φάρασ. Ντο τρως ντο τάσ’ μέσα ‘Μέσα στην γαβάθα όπου τρως’ Ουλαγ. Σα έξι μήνις ’πέσου «Μέσα σε έξι μήνες» Φάρασ.

Λεξιλόγιο

Tο λεξιλόγιο των καππαδοκικών ιδιωμάτων μπορεί να κατηγοριοποιηθεί στις εξής βασικές κατηγορίες:

-Αρχαϊσμοί μαρτυρούμενοι μόνο κατά την αρχαία ή μεταγενέστερη περίοδο. Παραδείγματα: ’άβι ‘μαχαίρι, χειρολαβή’ (< μεταγν. λάβιον ‘λαβή’) Φάρασ., βιλλί ‘πέος’ (< μεταγν. βιλλίν, υποκορ. του βίλλος) σε όλους τους οικισμούς, γραίνω ‘ξαίνω μαλλί’ (< αρχ. γραίνω ‘τρώω, ροκανίζω’) Ανακ., Σινασσ., Φάρασ., μεαλίζω ‘μεγαλώνω’ (< μεταγν. μεγαλίζω) Αραβ., κείμαι ‘είμαι, βρίσκομαι, υπάρχω’ Αξ. Μισθ. κ.α. (< αρχ. κεῖμαι), βρασ̑όνι ‘βραχίονας, μπράτσο’ (< μεταγν. βραχιόνιον) Τζαλ., Αφσάρ., βένετος ‘γαλάζιος’ (< μεταγν. βένετος ‘γαλαζοπράσινος’ < λατιν. venetus) Τροχ. Φάρασ. κ.α. άλας ‘αλάτι’ Σίλ. κ.α., (< αρχ. ἅλας), άχνα ‘ψιλό άχυρο, αχυρόσκονη’ (< αρχ. ἄχνη) Μιστ., Δίλ., Τσαρικ., Μαλακ.

-Αρχαϊσμοί μαρτυρούμενοι μόνο κατά την μεσαιωνική περίοδο. Παραδείγματα: αγιαθύρια ‘η θύρα του Αγίου Βήματος’ (< μεσν. ἁγιόθυρον) Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ., Φλογ., αλογάτους (< μεσν. ἀλογᾶτος), Μαλακ., Μιστ., Φλογ., ενέσια ‘με ήσυχο τρόπο’ (< μεσν. ἀνέσια) Τελμ., φοσσί ‘λάκκος αποθήκευσης σιτηρών’ (< μεσν. φοσσίον ‘αποθηκευτικός χώρος σιταριού’ < λατιν. fossa) Σινασσ. Φάρασ. κ.α., αγιατικό ‘αγιασμένο’ (< μεσν. ἁγιωτικός), Φάρασ., αγκιζόν ‘είδος ρόκας’ (< μεσν. εὔζωμον) Μπέηκ., σουκκάρ’ ‘σχοινί του κουβά του πηγαδιού’ (< μεσν. σοκκάριον) Τροχ.

-Νεωτερικοί γηγενείς σχηματισμοί: π.χ. αφεντοφάγετο ‘α) αυτός που τρώει τον αφέντη του β) η ψείρα’ Αξ., Φλογ., αφρίδι ‘πολύ ξινό’ Αξ., κριμάτ’ ‘αμαρτωλός’ Φάρασ., λαχτοθύρα ‘απρόσκλητος επισκέπτης’ (< λαχτώ + θύρα) Μαλακ., μαίνσιμο και βγ̇αίντσιμο ‘είσοδος’ και ‘έξοδος’ Αξ., μεταξώνα ‘μεταξωτός’ Ανακ., ψωμιώνα ‘επιθυμία για ψωμί, πείνα’ Αξ., τουντουρόσ̑ειλο ‘το δωμάτιο όπου βρίσκεται το ταντούρι (είδος φούρνου)’ (< ταντούρι + χείλος) Αραβ., Ποτάμ., βροχτινός ‘βροχερός’ (βρεκτός + -ινός) Τζαλ., ασκεριά ‘στρατιωτική θητεία’ Μιστ. Τσαρικ.

-Εκτεταμένος δανεισμός από την τουρκική. Ο δανεισμός περιλαμβάνει όχι μόνο λεξικά στοιχεία (ρήματα, επίθετα, ουσιαστικά) και παραγωγικά επιθήματα όπως στην Κοινή ΝΕ, αλλά και γραμματικά στοιχεία όπως αντωνυμίες, σύνδεσμοι, κλιτικά μορφήματα. Παραδείγματα για κάθε κατηγορία:

Ουσιαστικά: μπαλντî́ζα (Τελμ., Αρ., Ουλαγ., Μαλακ.), μπαλντούζα (Μιστ., Τσαρικ.) ‘κουνιάδα’ (< baldız), σακάλια ‘γένια’ (< sakal) Αραβαν., Μιστ., Ουλαγ., Τελμ., Φλογ., Σίλ., γεμέκ’ ‘φαγητό’ (< yemek) Φλογ., Αξ., Ουλαγ., Αραβαν., Τσαρικ., Φερτάκ., σ̑άλ’ ‘σάλι’ (Γούρδ.) (< şal), πέρεντζ̑ε ‘παράθυρο’ (< pencere) Φερτ., Ουλαγ., Τελμ., πελα̈́ς ‘μπελάς’ (< belâ) Φάρασ., αβάρια ‘λαχανικά’ (< avar) Αραβ., ισάλ ‘διάρροια’ (< ishal) Αραβ., Δίλ., αγούς̑ ‘πρωτόγαλα’ (< ağız) Καρατζάβ., Μιστ., αρντούτσ̑’ ‘αγριοκυπαρίσσι’ (< ardıç) Αξ., Μιστ., Τζαλ., Φλογ., εκετζίκα ‘πήλινη χύτρα’ (< ekecik) Ουλαγ., Τροχ., τ͑άπ’ ‘ψωμί’ (< tap) Αξ., Μιστ., Τροχ., Τσαρικ.

Επίθετα: κîρμîζί (Αραβαν.), γκîρμîτζî́ (Ουλαγ.) ‘κόκκινος’ (< kırmızı), σaσ̑κούνης ‘ανόητος’ (< şaşkin) Σίλ., φουκαράς (Μιστ., Σίλ.), φουκ͑αρές (Σίλατ., Φλογ., Μαλακ., Αξ., Αραβαν.) ‘φτωχός’ (< fukara), αζγούνι ‘ιδιότροπος, κακός’ (< azgın) Αφσάρ., Φάρασ. γιαγένια ‘πεζοί, πεζικάριοι’ Ποτάμ., Τζαλ. (< yayan), γεγίν ‘καλός’ (< yeğin) Τροχ.

Αριθμητικά: γετμίσ̑ε (Φάρασ.), γετμίσ̑α (Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ.) ‘70’ (< yetmiş)

Αντωνυμίες: φιλάν’ (Τελμ., Φλογ., Αξ., Σινασσ., Φάρασ.), φουλάν’ (Μιστ.) ‘ο δείνα’ (< filan), μπασ̑κά ‘άλλος’ (< başka) Ουλαγ., Αραβαν., Σίλ., κιμί ‘μερικοί’ (< kim) Φάρασ.

Ρήματα: μπασ̑λαντίζω (Αξ., Αραβαν.), μπασ̑λαντίζου (Μαλακ.), μπασ̑λαΐζου (Μιστ., Τσαρικ., Σίλ.), μπασλαντού (Ουλαγ.) ‘αρχίζω’ (< başlamak), γιαλβαρντî́ζω ‘παρακαλώ’ (< yalvarmak) Αραβαν., Σεμέντρ., μπιτιέζω ‘τελειώνω’ (< bitmek) Φάρασ., γεντιρντίζω ‘προσφέρω τροφή’ (< yedirmek) Καρατζάβ., ουλατίζω ‘ενώνω, συνάπτω’ (< ulamak) Mαλακ., Φάρασ., αλντατώ ‘ξεγελὠ (< aldatmak) Σίλ., αζντώ ‘συνθλίβω’ (< ezmek) Μισθ. γιαζντού ‘γράφω’ (< yazmak) Ουλαγ., μπινεύω ‘καβαλάω’ (< binmek) Ανακ. ταγουτεύω ‘διαμοιράζω’ (< dağıtmak) Mπέηκ.

Επιρρήματα: έρκεντε (Αξ., Τροχ., Φλογ.), έρκαντα (Μιστ., Σινασσ., Σίλ.) ‘νωρίς’ (< erkenden), σαμπαχντάν (Τελ., Γούρ., Φερτάκ., Ουλαγ., Αξ.), ζαπάχνα (Μαλ.) ‘το πρωί’ (< sabahtan), χεμέν ‘αμέσως’ (< hemen) Σίλατ., Φλογ., Αραβαν., Ουλαγ., Φάρασ., Σίλ., γιαβάς̑ ‘σιγά’ (< yavaş) Αξ., Αραβαν., Μιστ., Ουλαγ., Τελμ., Φάρασ., χιτς̑ ‘καθόλου’ (< hiç) Σινασσ., Τροχ., Φάρασ., Σίλ.

Σύνδεσμοι: άμ-μα ‘αλλά’ (< amma) Oυλαγ., Αξ., Αραβαν., Φάρασ., Αφσάρ., γιόχτσα ‘ή’ (< yoksa) Φάρασ., γιά ‘ή’ (< ya) σε όλα τα ιδ., έγερ ‘αν’ (< eğer) σε όλα τα ιδ., ζατέν ‘εξάλλου’ (< zaten) Αραβαν. Φάρασ., ζίρα ‘επειδή’ (< zira) Αξ., κερέκ ‘είτε’ (< gerek) Φάρασ., Αφσάρ., κι ‘ότι’ (< ki) Σίλ., Φάρασ.

Μόρια: μι ‘ερωτηματ. μόρ.’ (< mi) σε όλα τα ιδιώμ., εν (υπερθ. μόρ.) (< en) Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ., Αφσάρι., γιόχ ‘όχι’ (< yok) Φάρασ., ιστέ ‘να, ορίστε’ (< işte) Αραβαν., Φάρασ.

- Υψηλό ποσοστό δανείων από την αρμενική, κυρίως στο ιδίωμα των Φαράσων. Παραδείγματα: βάρτι ‘τριαντάφυλλο’ (< αρμεν. vard ‘τριαντάφυλλο’) Φάρασ., βαρτουβάρι ‘θερινή λαϊκή εορτή, κλήδονας’ (< αρμεν. vartavar ‘θερινή λαϊκή εορτή’) Αξ., Τροχ, Ανακ., Σινασσ. κ.ά., βέκι ‘ζάρι’ (< αρμεν. veg ‘αστράγαλος, ζάρι’) Φάρασ., καρτσουλιέκος ‘ανθρωποφάγος δράκος’ (< αρμεν. karşelik’ ‘εξάμβλωμα, τερατούργημα, είδωλο’) Φάρασ., κότιμο ‘κάρδαμο’ (< αρμεν. kotem ‘κάρδαμο’) Φάρασ., Κίσκ., μαρούκια ‘σιαγόνες’ (< αρμεν. moruk ‘γενειάδα’) Αξ., Μαλακ., Μισθ. Σινασσ., Φλογ., σ̑άβι /σ̑άγι ‘πρωινή δροσιά’ (< αρμεν. shagh ‘δροσιά’) Φάρασ.