ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ΦΩΝΗΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ

Φωνητική απόδοση

Το ΙΛΙΚ χρησιμοποιεί δύο συστήματα μεταγραφής του προφορικού λόγου: 1) Σε όλα τα μέρη του συντακτικού άρθρου (τυπολογικό-ετυμολογικό-σημασιολογικό), την ορθογραφική μεταγραφή με το ελληνικό αλφάβητο συμπληρωμένο με ειδικώς κατασκευασμένα σύμβολα (φθογγόσημα) για την απόδοση φθόγγων που δεν απαντούν στην Κοινή ΝΕ και 2) μόνο στο τυπολογικό μέρος, την φωνητική μεταγραφή βάσει του Διεθνούς Φωνητικού Αλφαβήτου.

Περιγραφή και χρήση των φθογγοσήμων του ΙΛΙΚ

Τα ειδικά φθογγόσημα τα οποία χρησιμοποιούνται στο ΙΛΙΚ είναι τα εξής:

α̈ [æ] φωνήεν ανοικτό, πρόσθιο, μη στρογγυλό. Πραγματώνεται μεταξύ του [a] και του [e], π.χ. α̈dέτ’ [æ'det] ‘συνήθεια’ Φλογ., γαϊπα̈́τι [ɣaiʹpæti] ‘κακολογία’ Φάρασ., κα̈μα̈να̈́ [kæmæʹnæ] ‘λύρα’ Μισθ.
b [b] σύμφωνο κλειστό, διχειλικό, ηχηρό, το οποίο χρησιμοποιείται για την διάκριση μεταξύ προέρρινης και μη προέρρινης προφοράς, π.χ. αμbέλι [amʹbeli] Φάρασ., ταχταbόσ’ [taxtaʹbos] ‘είδος επίπλου’ Σινασσ.
γ̑ [ʝ] σύμφωνο τριβόμενο, ουρανικό ηχηρό, το οποίο δηλώνει α) τον φθόγγο που αναπτύσσεται μεταξύ φωνηέντων στα όρια λέξεων, π.χ. Κάτου γ̑ -Άννα [ʹkatu ʹʝana] ‘Κάτω Αγία Άννα’ Φάρασ. και β) την ουρανική πραγμάτωση του /ɣ/ σε περιπτώσεις που αποβάλλεται το ακόλουθο πρόσθιο φωνήεν /i/, π.χ. απίγ̑’ [aˈpiʝ] ‘απίδι’ Φλογ., τρόγ̑’ [troʝ] ‘τροχός’ Αξ.
γ̇ [ɣ] σύμφωνο τριβόμενο, υπερωικό, ηχηρό το οποίο δηλώνει το φώνημα /ɣ/που δεν έχει υποστεί ουράνωση πριν από τα πρόσθια φωνήεντα [i] και [e], π.χ. γ̇υλτσύς [ɣilʹtsis] ‘γλυκός’ Μισθ., γ̇îdîκλαdî́ζω [ɣɯdɯklaʹdɯzο] ‘γαργαλάω’ Αραβαν.
d [d] σύμφωνο κλειστό, οδοντικό ηχηρό, το οποίο χρησιμοποιείται για την διάκριση μεταξύ προέρρινης και μη προέρρινης προφοράς, π.χ. γουdούφα [ɣuʹdufa] ‘αυχένας’ Αξ., κουνdά [kunʹda] ‘κοντά’ Ουλαγ.
î [ɯ] φωνήεν οπίσθιο, κλειστό, μη στρογγυλό που απαντά κυρίως σε δάνεια από την τουρκική γλώσσα, π.χ. αγ̇î́τ’ [aˈɣɯt] ‘μοιρολόι’ Ανακ., λεχ̇îμλετίζω [lexɯmleʹtizo] ‘κολλώ με κασσίτερο’ Μαλακ.
ζ̑ [ʒ] σύμφωνο συριστικό, φατνοουρανικό ηχηρό (παχύ), π.χ. ζ̑υμάῤ’ [ʒiʹmar] ‘ζυμάρι’ Γούρδ., μποζ̑ [boʒ] ‘ξανθός, σταχτής’ Ουλαγ.
g [g] ή [ɉ] σύμφωνο κλειστό, ουρανικό ηχηρό, το οποίο χρησιμοποιείται για την διάκριση μεταξύ προέρρινης και μη προέρρινης προφοράς, π.χ. ντα̈ν̇gίζ̑’ [dæʹŋɉiʒ] ‘θάλασσα’ Μισθ., νάgελα [ˈnagela] ‘μάντρα’ Φλογ.
κ͑ [kh] σύμφωνο κλειστό, δασύ υπερωικό που απαντά πριν από οπίσθια φωνήεντα ([ο], [u], [ɯ]) ή πριν το κεντρικό [a] και ουρανικό που απαντά πριν από πρόσθια φωνήεντα ([i], [e], [ο̈], [ü]), π.χ. κ͑ανgάρι [khaʹngari] ‘αγριαγγινάρα’ Αφσ., τ͑εκ͑ελεμές [thekheleʹmes] ‘εξιστόρηση’ Φάρασ.
κ̇ [k] σύμφωνο κλειστό, υπερωικό, άηχο το οποίο δηλώνει το φώνημα /k/που δεν έχει υποστεί ουράνωση πριν από τα πρόσθια φωνήεντα [i] και [e], π.χ. ιπρίκ̇ι [iʹpriki] ‘μπρίκι’ Σίλατ., μπουλασ̑κ̇ιν [bulaʹʃkin] ‘φορτικός’ Αραβαν.
λ̑ [ʎ] σύμφωνο πλευρικό ουρανικό για την δήλωση της ουράνωσης του αρκτικού ή μεσοφωνηεντικού /l/πριν από πρόσθιο /i/. Χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις όπου μετά το ουρανικοποιημένο /l/ έχει αποβληθεί το /i/, π.χ. μίλ̑’σα [ʹmiʎsa] ‘μίλησα’ Σίλ.
λ̵ [ʟ] σύμφωνο πλευρικό, υπερωικό, μπροστὰ απὀ τα φωνήεντα /a ο u/, σε λ. τουρκ. προελεύσεως, π.χ. γιαλ̵αγού [ʝaʟaˈɣu] Φλογ.
ν̑ [ɲ] σύμφωνο έρρινο ουρανικό για την δήλωση της ουράνωσης του /n/ πριν από πρόσθιο /i/. Χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις όπου μετά το ουρανικοποιημένο /n/ έχει αποβληθεί το /i/, π.χ. ’πομ΄ν̑ίσκουμου [poˈmɲiskumu] ‘παραμένω’ Σίλ.
ν̇ [ŋ] σύμφωνο έρρινο υπερωικό, μόνο σε τουρκικές λέξεις όταν ακολουθεί φωνήεν, και όχι σε ελληνικές λέξεις πριν από υπερωικό σύμφωνο, π.χ. βαν̇ιλατίζω [vaŋilaʹtizo] ‘βομβώ’ Φάρασ., μπεν̇ίζ' [beʹŋiz] ‘χροιά προσώπου’ Ουλαγ.
ξ̑ [kʃ] σύμπλεγμα των [k] + [ʃ], π.χ. ξ̑ύλο [ʹkʃilo] Αξ., λιάξ̑ιμο [ʹʎakʃimo] ‘γάβγισμα’ Αραβαν.
ο̈ [ø] φωνήεν πρόσθιο, μέσο, στρογγυλό. Πραγματώνεται μεταξύ του [o] και του [e], π.χ. κιο̈κ [cøk] ‘ρίζα’ Αξ., μο̈χΰρ [møˈçyr] ‘σφραγίδα’ Φερτάκ.
π͑ [ph] σύμφωνο διχειλικό, κλειστό, δασύ, π.χ. π͑ιρίντσ̑’ [phiʹrintʃ] ‘ρύζι’ Φάρασ., τεπ͑ελετώ [tepheleʹto] ‘ποδοπατώ’ Φάρασ.
q [q] σύμφωνο φαρυγγικό άηχο κλειστό το οποίο εμφανίζεται κυρίως αντί του /ɣ/ σε αρκτική θέση σε λέξεις ελληνικής προέλευσης, π.χ. qοράζω [qοʹrazo] ‘αγοράζω’ Σίλατ. qάμους [ˈqamus] ‘γάμος’ Μαλακ. ή και εσωτερικά σε δάνειες λέξεις, π.χ. αqî́λ [aˈqɯl] ‘μυαλό’ Τελμ., σοqάχ [soʹqax] ‘δρόμος’ Φλογ.
τ͑ [th] σύμφωνο οδοντικό, κλειστό, δασύ, π.χ. τ͑ενεκές [theneʹces] Ανακ., ντούτ͑ου [ʹduthu] ‘ενέχυρο’ Μισθ.
τζ̑ [dʒ] προστριβές, ουρανοφατνιακό, ηχηρό, π.χ. ζόντζ̑ι [ʹzondʒi] ‘δόντι’ Τελμ., βυτζ̑άνω [viʹdʒano] ‘βυζαίνω’ Ουλαγ.
ϋ [y] φωνήεν πρόσθιο, κλειστό στρογγυλό, π.χ. αλϋμπΰκια [alyˈbyca] ‘αλεπού’ Μισθ., σϋρΰ [syʹry] ‘κοπάδι’ Αξ.
χ̑ [ç] σύμφωνο τριβόμενο, ουρανικό άηχο το οποίο δηλώνει την ουρανική πραγμάτωση του / x / σε περιπτώσεις που αποβάλλεται το ακόλουθο πρόσθιο φωνήεν /i/, π.χ λέχ̑’ [leç] ‘λέει’ Γουρδ.
χ̇ [x] σύμφωνο τριβόμενο, υπερωικό, άηχο το οποίο δηλώνει το φώνημα /x/ που δεν έχει υποστεί ουράνωση πριν από τα πρόσθια φωνήεντα [i] και [e], π.χ. αχ̇ίλι [aʹxili] ‘νους, μυαλό’ Φάρασ.
ψ̑ [pʃ] σύμπλεγμα των [p] + [ʃ], π.χ. μόνεψ̑’ [ʹmonepʃ] ‘μνημόσυνο’ Αξ., τρίψ̑ιμα [ʹtripʃima] ‘τρίψιμο’ Σίλλ.