ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ

Θεωρητικό και μεθοδολογικό πλαίσιο

Η στοχοθεσία και η μεθοδολογία του ΙΛΙΚ συζητούνται αναλυτικά σε ειδικές δημοσιεύσεις των συντελεστών: Karasimos, Manolessou & Melissaropoulou (2020), Manolessou & Katsouda (2021a,b, 2022), Manolessou, Karasimos & Katsouda (2022).

Στοχοθεσία

Στόχοι του ΙΛΙΚ είναι οι εξής:

-Η αποθησαύριση και διάσωση, κατά το δυνατόν, του συνόλου του επιβιώνοντος λεξιλογικού υλικού από τα ελληνικά ιδιώματα της ευρύτερης περιοχής της Καππαδοκίας, για την εξασφάλιση της ιστορικής μνήμης της ελληνικής παρουσίας στην Μικρά Ασία και την τεκμηρίωση της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας. Σημειώνουμε εδώ ότι θεωρούμε πως τα ιδιώματα των Φαράσων αποτελούν σαφώς τμήμα της Καππαδοκικής διαλέκτου, καθώς μοιράζονται με τα υπόλοιπα ιδιώματα βασικά νεωτερικά γνωρίσματα, ενώ και το λεξιλόγιό τους είναι στο συντριπτικό ποσοστό του ενιαίο με των υπολοίπων ιδιωμάτων. Παρομοίως, το ιδίωμα της Σίλλης μοιράζεται με τα καππαδοκικά ιδιώματα τόσο σημαντικούς νεωτερισμούς (όπως π.χ. η τροπή [ð] > [r]) όσο και το μεγαλύτερο ποσοστό του λεξιλογίου του· ο ίδιος μάλιστα ο Θ. Κωστάκης, ο κύριος μελετητής του ιδιώματος, δέχεται ότι «τα Σιλλιώτικα παρουσιάζουν τόσο λίγες βασικές διαφορές από τα Καππαδοκικά, που και ο χαρακτηρισμός των Σιλλιώτικων σαν γλωσσικού ιδιώματος μέσα στην Καππαδοκική διάλεκτο θα ήταν σωστότερος» (Κωστάκης 1968: 12). Για τον λόγο αυτό η συνεξέταση του, εκλείψαντος πια, ιδιώματος της Σίλλης κρίθηκε απαραίτητη στο ΙΛΙΚ.

-Η μελέτη, ταξινόμηση και ανάλυση του υλικού αυτού κατά τρόπο ώστε να προωθείται η διαλεκτολογική και γενικότερα η γλωσσολογική έρευνα γύρω από την ελληνική γλώσσα και τις γεωγραφικές ποικιλίες της. Ειδικότερα φυσικά η στοχοθεσία επικεντρώνεται στην πληρέστερη μελέτη της Καππαδοκικής διαλέκτου, η οποία λόγω αφενός μεν του ιδιαζόντως αποκλίνοντος χαρακτήρα της εν συγκρίσει προς τις λοιπές γεωγραφικές ποικιλίες της νεότερης ελληνικής (εκτεταμένες φωνητικές, μορφολογικές και συντακτικές μεταβολές, ισχυρή επίδραση της τουρκικής) και αφετέρου του περιορισμένου όγκου πρωτογενών δεδομένων (μικρός αριθμός φυσικών ομιλητών, απομόνωση, αποκοπή από την κοιτίδα και κίνδυνος αλλοτρίωσης-εξαφάνισης) δεν έχει ακόμα μελετηθεί επαρκώς.

-Η εφαρμογή κατά το δυνατόν των πιο πρόσφατων θεωρητικών προτύπων της διαλεκτολογίας και της (έντυπης και ηλεκτρονικής) λεξικογραφίας στο πλαίσιο της ευρυτερης στοχοθεσίας του ΚΕΝΔΙ-ΙΛΝΕ για την στήριξη και προώθηση της διαλεκτολογικής έρευνας στην Ελλάδα.

Μεθοδολογία

Για την σύνταξη του ΙΛΙΚ απαιτήθηκε αρχικά ο καταρτισμός ενός αναλυτικού λημματολογίου (καταλόγου των συντακτέων λημμάτων), με ραχοκοκκαλιά το εκτεταμένο γλωσσάριο του Dawkins (1916: 580-688), εμπλουτισμένο με επιπλέον λήμματα από τους λεξιλογικούς πίνακες ή γλωσσάρια από τις λοιπές μείζονες διαλεκτολογικές περιγραφές καππαδοκικών ιδιωμάτων (π.χ. Ανδριώτης 1948, Κεσίσογλου 1951 κλπ.) καθώς και από τα αποδελτιωμένα καππαδοκικά χειρόγραφα του Αρχείου ΚΕΝΔΙ-ΙΛΝΕ. Στον αρχικό αυτό πυρήνα προστέθηκαν κατά την πορεία του έργου νέα λήμματα καθώς προχωρούσε η επεξεργασία (απομαγνητοφώνηση-ανάλυση) του πρόσφατου προφορικού υλικού από συνεντεύξεις ομιλητών τρίτης και τέταρτης γενεάς, καθώς και η αποδελτίωση παλαιότερων και δυσεύρετων γραπτών πηγών (χειρογράφων και εντύπων).

Ιδιαίτερη προσπάθεια καταβλήθηκε για την ενοποίηση και συστηματοποίηση του συνολικού υλικού, το οποίο, καθώς προερχόταν από πολλές διαφορετικές πηγές και είχε συλλεχθεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους σε χρονικό διάστημα που ξεπερνούσε τον ένα αιώνα, παρουσίαζε μεγάλη ανομοιογένεια (στον συμβολισμό, την ορολογία περιγραφής, την πιστότητα απόδοσης, τον βαθμό «εξομάλυνσης» κλπ.). Ως προς την φωνητική μεταγραφή της διαλέκτου, υιοθετήθηκε το ενιαίο σύστημα απόδοσης όλων των νεοελληνικών διαλεκτικών ποικιλιών που έχει αναπτύξει το ΙΛΝΕ, το οποίο προβλέπει μεταγραφή στο ελληνικό αλφάβητο με ειδικά επιπλέον σύμβολα για την απόδοση φθόγγων που δεν απαντούν στην Κοινή Νεοελληνική, και παράλληλη αντιστοίχιση και απόδοση στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (ΔΦΑ-ΙΡΑ), όπως περιγράφεται αναλυτικά στον Κανονισμό του ΙΛΝΕ (2012) και παρακάτω (κεφ. 2.3). Η αντιστοίχιση των ποικίλων συμβολισμών που απαντούν στις διάφορες παλαιότερες διαλεκτολογικές μελέτες και συλλογές υλικού έγινε με βάση την έρευνα και τους πίνακες αντιστοιχιών που εκτίθενται στο ειδικό άρθρο Μανωλέσσου, Μπέης & Μπασέα-Μπεζαντάκου (2012: 198-199). Ως προς την παρουσίαση του υλικού, υιοθετήθηκε το ευρέως πια δοκιμασμένο και καθιερωμένο λεξικογραφικό πρότυπο του ΙΛΝΕ, το οποίο έχει ήδη εφαρμοστεί και στα μείζονα διαλεκτικά λεξικά των ιδιωμάτων της Κάτω Ιταλίας (Καραναστάσης 1984-1992), της Τσακωνιάς (Κωστάκης 1986-1987), και του Πόντου (Παπαδόπουλος 1958), αλλά και στο λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας του Κριαρά (1968-), και το οποίο περιγράφεται αναλυτικά στον Κανονισμό του ΙΛΝΕ (2012).

Φυσικά, δεδομένου ότι το ΙΛΙΚ έχει ως αντικείμενο μία μόνο διάλεκτο και δεν είναι ένα παν-διαλεκτικό λεξικό όπως το ΙΛΝΕ, ήταν απαραίτητες κάποιες τροποποιήσεις και προσαρμογές στην λεξικογραφική προσέγγιση, ιδίως όσον αφορά την λημματογράφηση και την λεπτομέρεια/το βάθος της ιστορικής τεκμηρίωσης· σε βασικές γραμμές όμως, τόσο η δομή του ΙΛΝΕ (τριμερής άρθρωση του λήμματος σε τυπολογικό-ετυμολογικό-σημασιολογικό) όσο και οι βασικές αρχές του (συγκριτική εξέταση και παράθεση του υλικού, πρωτογενής ιστορική διερεύνηση, εξαντλητική κατά το δυνατόν τεκμηρίωση βάσει των διαθέσιμων πηγών) εφαρμόστηκαν πλήρως. Η λεξικογραφική προσέγγιση του ΙΛΙΚ περιγράφεται αναλυτικά παρακάτω (κεφ. 2.2).

Ένα μείζον πρόβλημα του ΙΛΙΚ ήταν ο μεγάλος βαθμός φωνητικής αλλοίωσης που παρουσιάζουν οι διάφοροι τύποι μιας λέξης στα επιμέρους ιδιώματα, κάτι το οποίο οδηγούσε αφενός μεν σε δυσκολίες στην λημματογράφηση και την λημματοποίηση (επιλογή λημματικού τύπου, αναγνώριση/ένταξη τύπων σε κάποιο λήμμα, επιλογές για εξέταση στο ίδιο ή σε διαφορετικά λήμματα) και αφετέρου στην συχνή διάσπαση οικογενειών λέξεων όταν τα διάφορα μέλη της παραδίδονταν από διαφορετικούς οικισμούς με μορφή που διέφερε κατά τον αρχικό φθόγγο (κάτι ιδιαίτερα συχνό στην περίπτωση των υπερωικών φθόγγων /k/, /ɣ /, /x/ αλλά και στην περίπτωση των /ð/, /d/, /r/ και των αποβαλλόμενων άτονων αρκτικών φωνηέντων). Το πρόβλημα αυτό προκαλούσε την επιπλοκή είτε της δημιουργίας ενός μεγάλου αριθμού αμάρτυρων λημματικών τύπων είτε του υπερ-πολλαπλασιασμού παραπεμπτικών λημμάτων. Η πραγματική όμως επίλυση του προβλήματος επέρχεται με την παράλληλη ηλεκτρονική έκδοση του ΙΛΙΚ, η οποία επιτρέπει την εύκολη αναζήτηση και εντοπισμό λέξεων και τύπων, ανεξάρτητα από την αλφαβητική θέση τους στο Λεξικό.

Ένα άλλο ιδιαίτερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει το ΙΛΙΚ ήταν η ανισομέρεια του υλικού: συγκεκριμένα, ενώ το υλικό από παλαιότερες γραπτές συλλογές υλικού ήταν σχεδόν ομοιόμορφα προερχόμενο από όλα τα καππαδοκικά ιδιώματα (με ένα σχετικό προβάδισμα των Φαράσων), το νέο προφορικό υλικό προέρχεται κατά συντριπτική πλειοψηφία από το ιδίωμα του Μιστί, που διαθέτει σήμερα τους περισσότερους ομιλητές και είναι το καλύτερα διατηρημένο. Η τεκμηρίωση από σύγχρονα παραδείγματα ρέοντος προφορικού λόγου, που θα επέλυαν αμφιβολίες ή ασάφειες των παλαιότερων πηγών, καθώς και η πιστότητα της απόδοσης της προφοράς, μπορεί να επιτευχθεί μόνο για το συγκεκριμένο ιδίωμα (χάρη στο προφορικό υλικό ΑΠΥ-ΕΝΔ, ΑΠΥ-Καρατσ. και ΑΠΥ-ΑΠΘ, βλ. 3.3), και λιγότερο για το ιδίωμα των Φαράσων (χάρη στο υλικό ΑΠΥ-Bağr., βλ. 3.3). Επιπλέον, δεδομένου ότι το μιστιώτικο ιδίωμα παρουσιάζει ορισμένες μεταβολές που δεν είναι γενικευμένες στο σύνολο των καππαδοκικών ιδιωμάτων (π.χ. η στένωση/ανύψωση ενδιάμεσων φωνηέντων, η προσθίωση των υπερωικών/τσιτακισμός, το άνοιγμα [e] > [æ] κ.α.), υπήρξε ανομοιογένεια στην λημματογράφηση στην περίπτωση νεωτερικών λημμάτων για τα οποία υπάρχουν ανεπαρκείς μαρτυρίες από άλλες περιοχές. Αντισταθμιστικά, προσπάθεια κατεβλήθη να αξιοποιηθούν στον μέγιστο βαθμό οι γραπτές πηγές των λοιπών περιοχών, και υπάρχει πρόβλεψη το υλικό του ΙΛΙΚ να ενημερωθεί στο μέλλον με νέες επιτόπιες έρευνες, στην ηλεκτρονική του έκδοση.

Πηγές του ΙΛΙΚ

Η υλοποιίηση του ΙΛΙΚ και του προγράμματος DiCaDLand γενικότερα δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την υποδομή που είχε ήδη δημιουργηθεί α) από δύο προγενέστερα μείζονα ερευνητικά προγράμματα του Εργαστηρίου Νεοελληνικών Διαλέκτων του Πανεπιστημίου Πατρών (AMIGRE και MORILAN, 2012-2015) που επέτρεψαν εκτεταμένη συλλογή προφορικού (συνεντεύξεις-μαγνητοφωνήσεις) και γραπτού (βιβλιογράφηση-ψηφιοποίηση) υλικού από τα καππαδοκικά ιδιώματα και β) από το ήδη συγκεντρωμένο καππαδοκικό υλικό στο Αρχείο του Κέντρου Ερεύνης Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων (ΚΕΝΔΙ-ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών.

Πιο συγκεκριμένα, χάρη στα προγράμματα AMIGRE (Pontus-Cappadocia-Aivali. In search of Asia Minor Greek, χρηματοδότηση ΘΑΛΗΣ 2012-2015, https://amigredb.philology.upatras.gr/page/shetika-me-ergo) και ΜΟRILAN (Morphology in language-contact situations: Greek dialects in contact with Turkish and Italian, χρηματοδότηση ΑΡΙΣΤΕΙΑ ΙΙ 2012-2015), με επιστημονική υπεύθυνη την καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Πατρών Α. Ράλλη, συγκεντρώθηκαν και απομαγνητοφωνήθηκαν πάνω από 60 ώρες προφορικού υλικού από την διαλεκτική ποικιλία του Μιστί (ομιλητές 2ης, 3ης και 4ης γενεάς), και ψηφιοποιήθηκαν οι κυριότερες εκδόσεις διαλεκτολογικών μελετών για την Καππαδοκία, που προσφέρθηκαν από την βιβλιοθήκη του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, ενώ παράλληλα καταρτίστηκε και οργανώθηκε σε βάση δεδομένων μια εκτεταμένη βιβλιογραφία γύρω από την διάλεκτο. Επιπλέον, δημιουργήθηκε ένα πρότυπο πολυμεσικό λεξικό μικρής εκτάσεως (περ. 2000 λημμάτων) που περιελάμβανε υλικό από την Καππαδοκία, τον Πόντο και το Αϊβαλί (βλ. Κολιοπούλου, Παντελίδης & Μαρκόπουλος 2014, Ράλλη 2015, Τσολακίδης, Ράλλη & Μελισσαροπούλου 2017).

Το ΚΕΝΔΙ-ΙΛΝΕ, από την πλευρά του, διέθετε, πέρα από εξειδικευμένη και πλούσια διαλεκτολογική βιβλιοθήκη, πολύτιμο πρωτογενές υλικό από την Καππαδοκία υπό μορφήν χειρόγραφων καταγραφών, το οποίο μάλιστα προερχόταν από φυσικούς ομιλητές πρώτης γενεάς, είτε επιτοπίως στην Καππαδοκία πριν από την Ανταλλαγή είτε από πρόσφυγες στην Ελλάδα που όμως είχαν γεννηθεί στην Καππαδοκία. Για το Αρχείο του ΚΕΝΔΙ-ΙΛΝΕ βλ. αναλυτικά Κωνσταντινίδου & Τζαμάλη (2012). Επιπλέον, το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών διέθετε μεγάλο όγκο χειρόγραφων καταγραφών από Καππαδόκες πρόσφυγες πρώτης γενεάς, μέρος του οποίου αφορούσε και την γλώσσα, και μάλιστα από οικισμούς για τους οποίους στην δημοσιευμένη ως τώρα βιβλιογραφία δεν υπήρχαν διαθέσιμες, ή υπήρχαν ελάχιστες πληροφορίες, όπως Αραβισσός, Σεμέντρα, Τροχός, Τσαρικλί κ.ά. (Γιαννακόπουλος 2003).

Αναλυτικότερα, οι πηγές του ΙΛΙΚ χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: α) γραπτές και β) προφορικές. Οι γραπτές πηγές του αποτελούνται από το σύνολο κατά το δυνατόν της δημοσιευμένης βιβλιογραφίας γύρω από τα ιδιώματα της Καππαδοκίας (περιγραφές ιδιωμάτων, γλωσσάρια, αναλύσεις γλωσσικών φαινομένων, εκδόσεις αφηγήσεων, ασμάτων, παραδόσεων κλπ.) καθώς και από τις χειρόγραφες συλλογές διαλεκτικού υλικού από την Καππαδοκία που βρίσκονταν εναποτεθειμένες στο Αρχείο του ΚΕΝΔΙ-ΙΛΝΕ, στο Αρχείο του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, στο Σπουδαστήριο Λαογραφίας του ΕΚΠΑ και στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (βλ. παρακάτω 3.2). Είναι απαραίτητο να τονιστεί ότι το ΙΛΙΚ περιέχει μεγάλο όγκο παλαιών γλωσσικών δεδομένων από ανέκδοτες χειρόγραφες πηγές (κυρίως του ΙΛΝΕ και του ΚΜΣ), το οποίο ήταν άγνωστο-μη προσβάσιμο ως τώρα και το οποίο εμπλουτίζει σημαντικά τις γνώσεις μας για τα ιδιώματα της Καππαδοκίας. Κατά συνέπεια δημιουργεί την ανάγκη αναθεώρησης της σύγχρονης θεωρητικής βιβλιογραφίας για το ιδίωμα, η οποία ως τώρα βασιζόταν σε δεδομένα προερχόμενα μόνο από τις βασικές γνωστές πηγές της διαλέκτου (κυρίως τον Dawkins 1916 και τις δημοσιευμένες γραμματικές περιγραφές επιμέρους ιδιωμάτων του ΚΜΣ όπως Ανδριώτης 1948, Costakis 1964, Μαυροχαλυβίδης-Κεσίσογλου 1950 κλπ.)

Οι προφορικές πηγές αποτελούνται από το προαναφερθέν ηχογραφημένο υλικό από το Μιστί (προερχόμενο από τα προγράμματα AMIGRE και MORILAN) που βρίσκεται εναποτεθειμένο στο Αρχείο του Εργαστηρίου Νεοελληνικών Διαλέκτων του Πανεπιστημίου Πατρών, και παραχωρήθηκε με άδεια της τότε διευθύντριάς του Α. Ράλλη, από το ηχογραφημένο υλικό από το Μιστί του ερευνητή Πέτρου Καρατσαρέα (πρόγραμμα British School at Athens) που χρησιμοποιείται με την άδειά του, και από το ηχογραφημένο υλικό από τα Φάρασα του ερευνητή Metin Bağrıaçık, που χρησιμοποιείται επίσης με την άδειά του (βλ. παρακάτω 3.3).

Λεξικογραφικές αρχές του ΙΛΙΚ

Μικροδομή

Τα λήμματα του ΙΛΙΚ έχουν τριμερή δομή. Αποτελούνται από:

α) το τυπολογικό τμήμα, όπου παρατίθενται οι διάφοροι τύποι της λέξης με ιστορική σειρά (από τον πιο «αλώβητο» φωνητικά και μορφολογικά ως τον πιο νεωτερικό), αποδιδόμενοι με το ενοποιημένο σύστημα φωνητικής απόδοσης του ΙΛΙΚ (βλ. κάτωθι 2.3), ακολουθούμενοι από φωνητική μεταγραφή κατά το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο και συνοδευόμενοι από τα τοπωνύμια των οικισμών όπου ο τύπος έχει καταγραφεί (για τις συντομογραφίες των τοπωνυμίων βλ. 2.4)

β) το ετυμολογικό τμήμα όπου καταγράφεται η προέλευση της λέξης (γηγενής ή δάνεια) και η χρονολόγησή της, και ερμηνεύονται οι τυχόν ιδιάζουσες μεταβολές της, ενώ παρατίθεται και τυχόν ειδική για την λέξη βιβλιογραφία και

γ) το σημασιολογικό τμήμα, όπου δίνονται οι κατά τόπους σημασίες της λέξης με λογική σειρά, συνοδευόμενες από γεωγραφικό προσδιορισμό των περιοχών όπου απαντά η κάθε σημασία, από παραδείγματα χρήσης της λέξης προερχόμενα από τις γραπτές και προφορικές πηγές, από τυχόν χρονολογικές πληροφορίες για την εμφάνιση της σημασίας και από συνώνυμα και αντίθετα. Παράδειγμα (Πιν. 2):

βένετος (επίθ.) βένετος [ˈvenetos] Κίσκ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ., κ.α. βένετο [ˈveneto] Αξ., Σεμέντρ., Τσαρικ., Φλογ. βένετου [ˈvenetu] Μαλακ., Μισθ. βένατου [ˈvenatu] Φάρασ. -Αναστασ. αβένετο [aʹveneto] Τροχ. ΤΥΠΟΛΟΓΙΚΟ
Από το μεταγν. επίθ. βένετος (< λατιν. venetus) = γαλαζοπράσινος. Η λ. και Κύπρ. Πόντ. ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
1) Γαλάζιος ό.π.τ.: Βένετο ζενίθ (Γαλάζια χάντρα (για τη βασκανία)) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Αβένετο ζενίθι (το ίδιο) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. Βένετα φτάλμα (Γαλάζια μάτια) Κίσκ. -ΚΜΣ-ΚΠ376. Συνών. τσινί, τσινιώνας. 2) Γενικότ., σκούρος, μελανός, μπλε-πράσινος, πράσινος ή μαύρος Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ.: Βένετα κρομμύδια (Πράσινα κρεμμυδάκια φρέσκα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361. Το χωράφι μας ένι ’κόμη βένατου τσ̑ιβίτι (Το χωράφι μας είναι ακόμη πράσινο, καταπράσινο) Φάρασ. -Αναστασ. || Φρ. Ατσ̑είνο το βένετον το ’ίδι ότις τα θωρεί, λέ τι «η τσ̑οιλία του ’έμει άλειμμα» (Εκείνο το σκούρο γίδι όποιος το βλέπει λέει «η κοιλιά του είναι γεμάτη βούτυρο»· όταν θεωρούμε λανθασμένα κάποιον πλούσιο από την εξωτερική του εμφάνιση) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

Λήμμα-κεφαλίδα

Το λήμμα-κεφαλίδα είναι μια αφηρημένη μορφή της λέξης, ενίοτε αμάρτυρη, στην κανονική μορφή της, χωρίς ιδιαίτερα σύμβολα προφοράς (προς διευκόλυνση των ηλεκτρονικών αναζητήσεων) και χωρίς φωνητική μεταγραφή ή προσδιορισμούς προελεύσεως, αλλά χαρακτηρισμένη ως προς το μέρος του λόγου. Για τα ουσιαστικά, κανονική μορφή θεωρείται η ονομαστική ενικού, για τα επίθετα και τις αντωνυμίες η ονομαστική ενικού του αρσενικού, ενώ για τα ρήματα το πρώτο ενικό πρόσωπο της οριστικής του ενεργητικού ενεστώτα. Εξαίρεση, αποτελούν οι περιπτώσεις ουσιαστικών που διαθέτουν μόνο πληθυντικό αριθμό, π.χ. τσόχνες (ουσ. πληθ.) ‘είδος παπουτσιών’ ή οι περιπτώσεις ρημάτων που είναι αποθετικά ή αποκλειστικώς τριτοπρόσωπα, οπότε και τίθενται αντιστοίχως στο πρώτο ενικό πρόσωπο της οριστικής του μεσοπαθητικού ενεστέωτα ή στο τρίτο ενικό, π.χ. κοιμούμαι (ρ.) ‘κοιμάμαι’, βραδυνιάζει (ρ.) ‘βραδιάζει’.

Λημματογράφηση

Η επιλογή του λήμματικού τύπου (κεφαλίδας) γίνεται με τα εξής κριτήρια λημματογράφησης (βλ. αναλυτικά Μanolessou & Katsouda 2021, υπό έκδ.):

α) αν κάποιος τύπος της καππαδοκικής λέξης απαντά και στην Κοινή Νέα Ελληνική, τότε, για να διευκολυνθεί και ο αναγνώστης στην αναζήτηση του λήμματος, επελέγη ως λήμμα-κεφαλίδα ο τύπος που ταυτίζεται μορφολογικά με τον αντίστοιχο τύπο της Νεοελληνικής Κοινής. Για παράδειγμα, στο λήμμα τράβηγμα επιλέχθηκε ως λήμμα-κεφαλίδα ο τύπος τράβηγμα, ο οποίος αφενός απαντά στο ιδίωμα της Ανακού, αφετέρου συμπίπτει μορφολογικά με τον αντίστοιχο κοινό νεοελληνικό τύπο. Αναλόγως, βλέπε λ. αγαπητικός, γονικός, μπορώ, αγελάδα, ηλιακός κ.ά.

β) αν η λέξη δεν απαντά στην Κοινή Νέα Ελληνική, τότε ως λήμμα-κεφαλίδα επιλέγεται ο πιο αλώβητος μορφολογικά διαλεκτικός τύπος. Για παράδειγμα, το λήμμα όπου συνεξετάζονται οι καππαδοκικοί τύποι λεκλετήρι, λεκλεσ̑τήρ’, λεκλετσ̑ήρ’, έχει λήμμα-κεφαλίδα τον τύπο λικμετήρι ως τον πιο κοντινό στον μεταγενέστερο ετυμολογικό πρόγονο λικμητήριον. Αναλόγως, στο λήμμα νολί, επελέγη ο τύπος νολί ως λήμμα-κεφαλίδα έναντι του τύπου λονί, παρόλο που ο τελευταίος είναι συνηθέστερος, καθώς ο τύπος νολί αποτελεί τον πιο αλώβητο μορφολογικά τύπο σε σχέση με τον τουρκικό ετυμολογικό πρόγονο nolu.

Παραταύτα, για λόγους λεξικογραφικής οικονομίας, αν η λέξη δεν απαντά μεν στην Κοινή ΝΕ, αλλά ανήκει σε μια πολυμελή οικογένεια ομόρριζων καππαδοκικών λέξεων, τότε δεν αποσπάται από την αλφαβητική σειρά ομορρίζων. Για παράδειγμα, αν και καταγράφεται μόνο τύπος πόρημα ‘δυνατότητα’ επελέγη ως λήμμα-κεφαλίδα τύπος μπόρημα ώστε να μην αποσπαστεί η λέξη από την οικογένεια του λήμματος μπορώ.

γ) αν όλοι οι μαρτυρούμενοι καππαδοκικοί τύποι είναι σε μεγάλο βαθμό φωνολογικά και μορφολογικά παραλλαγμένοι, χωρίς δυνατότητα επιλογής κάποιου εξ αυτών ως αρχαϊκότερου, τότε δημιουργείται μια αμάρτυρη-τεχνητή κεφαλίδα. Ο τύπος, αν και αμάρτυρος, δεν σημειώνεται με κάποιον ιδιαίτερο συμβολισμό (π.χ. αστερίσκο). Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για αμάρτυρο τύπο καθώς: 1) δεν δίνεται για αυτόν ούτε φωνητική μεταγραφή ούτε γεωγραφικός προσδιορισμός και 2) δεν συμπίπτει με κανέναν από τους τύπους που παρατίθενται κατόπιν στο τυπολογικό μέρος του λήμματος . Βλέπε, για παράδειγμα, τα λήμματα εδαρέ και βοριστήρι, όπου οι τύποι των λημμάτων-κεφαλίδων δεν αποτελούν υπαρκτούς καππαδοκικούς τύπους.

δ) αν η λέξη απαντά στην Κοινή Νέα Ελληνική, αλλά δεν συμπίπτει με κανέναν από τους μαρτυρούμενους καππαδοκικούς τύπους, τότε ως λήμμα-κεφαλίδα τίθεται ο ετυμολογικά αρχαϊκότερος υπαρκτός τύπος. Για παράδειγμα, στο λήμμα αλμέγω δεν επελέγη ως λήμμα-κεφαλίδα ο κοινός νεοελληνικός τύπος αρμέγω, αφού δεν μαρτυρείται στην Καππαδοκική, ούτε στο λ. αργαστήρι ο τύπος εργαστήριο. Η αλλομορφία του καππαδοκικού ρηματικού θέματος αλμεγ-, αλμέζ-, ’λιμέζ-, αλιμεζ- καθόρισε την επιλογή του αλμέγω ως λήμματος-κεφαλίδας, αφού αποτελεί τον αρχαϊκότερο υπαρκτό τύπο (< μεσν. ἀλμέγω < αρχ. ἀμέλγω). Βλέπε επίσης, λ. Άγουστος, τσυγκρίζω, ιμπρίκι, κ.ά.

Λημματοποίηση

Η ένταξη των τύπων σε λήμματα βασίζεται στις αρχές που ορίζει ο Κανονισμός Συντάξεως του ΙΛΝΕ. Πιο συγκεκριμένα, βασική οργανωτική αρχή του ΙΛΙΚ είναι το ετυμολογικό κριτήριο: τύποι με την ίδια ετυμολογία υπάγονται στο ίδιο λήμμα. Βάσει αυτού:

α) αντιμετωπίζονται ως διαφορετικά λήμματα περιπτώσεις ομόηχων λέξεων με διαφορετική όμως ετυμολογία. Σε αυτήν την περίπτωση τα ομόηχα λήμματα διακρίνονται με με τους λατινικούς αριθμούς (Ι), (ΙΙ), (ΙΙΙ), π.χ. γαπαχόκκο (Ι) ‘μικρό καπάκι’ (< καπάκι + υποκορ. -όκκο) και γαπαχόκκο (ΙΙ) ‘κολοκυθάκι’ (< καμπάκι + -όκκο).

β) συνεξετάζονται στο ίδιο λήμμα τύποι με το ίδιο θέμα αλλά διαφορετικά κλιτικά επιθήματα, που οδηγούν σε αλλαγή γένους χωρίς αλλαγή σημασίας, π.χ. ο θηλ. τύπος ζωστρή συνεξετάζεται στο λήμμα ζωστρί (ουσ. ουδ.). Αναλόγως, στο ίδιο λήμμα συνεξετάζονται τύποι που ανήκουν στο ίδιο κλιτικό παράδειγμα αν και έχουν διαφορετική ετυμολογία, π.χ. ο αοριστικός τύπος είπα εντάσσεται στο λήμμα λέγω. Ακόμη, ουσιαστικοποιημένα επίθετα συνεξετάζονται στο ίδιο λήμμα με το αντίστοιχο επίθετο, π.χ. ο τύπος ουδ. πληθ. αλ’κούγια ‘αλατισμένοι ξηροί καρποί’ συμπεριλαμβάνεται στο λήμμα αλυκός. Παρομοίως, οι μετοχές εξετάζονται στο λήμμα του σχετικού ρήματος, π.χ. οι μετοχές απμένος, γηφμένου, αφτσ̑ημένο και γηφτιμένου εμπεριέχονται στο λήμμα άφτω. Αυτό συμβαίνει ακόμα και αν η μετοχή παρουσιάζει διαφοροποιημένη σημασία, π.χ. η μτχ. κατακομμένο με την επιθετική σημασία ‘άθλιος’ συνεξετάζεται στο λήμμα κατακόφτω.

Δευτερευόντως, το ΙΛΙΚ υιοθετεί στην λημματογράφηση την αρχή της οικονομίας, καθώς ομόρριζοι τύποι με διαφορετικά παραγωγικά επιθήματα σε ορισμένες περιπτώσεις υπάγονται στο ίδιο λήμμα, ώστε να αποφευχθεί η επανάληψη ίδιων πληροφοριών ή λόγω αδυναμίας αναγωγής κάποιου τύπου σε συγκεκριμένο λήμμα. Για παράδειγμα, ρήματα με κοινό αόριστο αλλά με διαφορετικά επιθήματα σχηματισμού του ενεστωτικού θέματος συνεξετάζονται στο ίδιο λήμμα, ακόμη και αν το ρηματικό επίθημα διαφοροποιείται σημασιολογικώς. Έτσι, τύποι όπως αγαπώ και αγαπίζω συντάσσονται στο λ. αγαπώ, ή οι τύποι αγκιρτώ και αγκιρτίζου συνανήκουν στο λήμμα αγκιρντώ ενώ και οι ρηματικοί τύποι ενεστώτα σε -ισκω, περιλαμβάνονται στο απλό ρήμα, π.χ. βγάλλω και βγαλλίσκω, γίνομαι και γενίσκουμαι, δένω και δενίσκω. Επίσης και τα ουσιαστικά -ημα και -ισμα, π.χ. τα βρόντισμα και ’ρόντημα συνεξετάζονται στο λήμμα βρόντημα. Τέλος, τα αντιδάνεια εξετάζονται συχνά μαζί με τον αρχικό ελληνικό πρόγονο, π.χ. αυλάκι-εβλέκ, βοριάς-ποριάζ, κ͑οφίνι-κιοφούν, Χριστιανός-Χριστιάνης.

Ετυμολόγηση

Στο ετυμολογικό τμήμα δίδονται οι εξής ετυμολογικές πληροφορίες, κατά το πρότυπο του ΙΛΝΕ: Για λέξεις ελληνικής προελεύσεως, δίνεται η πρώτη γραπτή μαρτυρία του λήμματος εντασσόμενη σε ευρύτερες χρονικές περιόδους (βλ. παρακάτω), ή, σε περίπτωση λέξεων που δεν μαρτυρούνται γραπτώς σε προγενέστερη περίοδο (προ του 1800), η συγχρονική μορφολογική ανάλυσή τους. Όταν η σημασία που έχει η καππαδοκική λέξη είναι διαφορετική από του προγόνου, τότε παρατίθεται και η σημασία που είχε ο ετυμολογικός πρόγονος, π.χ. αφορίζω από αρχ. ρ. ἀφορίζω = χωρίζω, απομακρύνω. Για δάνειες λέξεις, δίνεται ο ετυμολογικός πρόγονος και η γλώσσα από την οποία προέρχεται (συνήθως τουρκική), μαζί με την σημασία του στην γλώσσα αυτή. Η ετυμολογική πληροφορία συνοδεύεται από σύντομη ερμηνεία των ιδιαίτερων φωνητικών ή μορφολογικών μεταβολών που οδήγησαν στους σημερινούς τύπους και, όπου κρίνεται απαραίτητο, και από συνοπτική παρουσίαση της σημασιολογικής εξέλιξης της λέξης καθώς και από ειδική βιβλογραφία. Οι κανονικές μεταβολές των καππαδοκικών ιδιωμάτων δεν ερμηνεύονται προς αποφυγήν επαναλήψεων, παρατίθενται όμως συνοπτικά στην εισαγωγή (βλ. παραπάνω 1.2).

Ακολουθώντας την περιοδολόγηση του ΙΛΝΕ, οι λέξεις χαρακτηρίζονται ως εξής, ανάλογα με την περίοδο κατά την οποία μαρτυρούνται για πρώτη φορά:

α) αρχαίες (αρχ.), από τον 15ο αι. π.Χ. έως και τον 4ο αι. π.Χ. (1500 π.Χ. – 300 π.Χ.)

β) μεταγενέστερες (μεταγν.), από τον 3ο αι. π.Χ. έως και τον 4ο αι. μ.Χ. (300 π.Χ. – 400 μ.Χ.)

γ) μεσαιωνικές (μεσν.), από τον 5ο αι. μ.Χ. έως και τον 15ο αι. μ.Χ. (400 μ.Χ. – 1500 μ.Χ.)

δ) νεότερες (νεότ.), από τον 16ο αι. μ.Χ. έως και τον 18ο αι. π.Χ. (1500 μ.Χ. -1800 μ.Χ.)

Σημασιολογικό τμήμα

Η παράθεση των σημασιών ενός λήμματος γίνεται κατά ιεραρχικό τρόπο και όχι παρατακτικά. Η ταξινόμηση γίνεται βάσει του εννοιολογικού κριτηρίου: πρώτη τίθεται η βασική σημασία και κατόπιν υπάγονται ή ακολουθούν οι υπόλοιπες σημασίες βάσει του βαθμού της μεταξύ τους συνάφειας. Οι σημασίες ταξινομούνται με τους αραβικούς αριθμούς 1, 2, 3 κλπ., ενώ οι υπο-σημασίες με τα μικρά ελληνικά γράμματα εντός παρενθέσεων β), γ) κλπ. Μετά την παράθεση κάθε ορισμού ακολουθούν, όπως και στο τυπολογικό τμήμα, οι συντομογραφίες που δηλώνουν την γεωγραφική κατανομή. Αν η σημασία απαντά σε όλες τις περιοχές που καταγράφονται στο τυπολογικό τμήμα, τότε μετά την σημασία αναγράφεται ο προσδιορισμός ό.π.τ. (= σε όλους τους παραπάνω τόπους).

Μετά την δήλωση της γεωγραφικής κατανομής, παρατίθενται για κάθε σημασία τα κατάλληλα παραδείγματα. Η σειρά των παραδειγμάτων είναι η ακόλουθη: α) πεζά παραδείγματα από καππαδοκικές πηγές, πρώτα γραπτές και κατόπιν προφορικές β) φράσεις γ) παροιμίες δ) αινίγματα ε) άσματα. Όλα τα παραδείγματα συνοδεύονται από απόδοση στην Κοινή ΝΕ, ενώ επιπροσθέτως για τα (β)-(δ) σημειώνεται και η κυριολεκτική σημασία που έχει η φράση, η παροιμία ή το αίνιγμα. Επίσης, το κάθε παράδειγμα συνοδεύεται από την πληροφορία της περιοχής και της πηγής από την οποία προέρχεται. Στο τέλος κάθε σημασίας παρατίθενται συνώνυμα ή παραβλητέα, και ενίοτε πληροφορίες χρονολογικού εντοπισμού της πρώτης εμφάνισής της.