γυρέψιμο
(ουσ. ουδ.)
'υρέψιμα
[iˈrepsima]
Φάρασ.
γκρέψ̑ιμο
[ˈgrepʃimo]
Αραβαν.
Από το ρ. γυρεύω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Αίτημα
Συνών.
γύρεμα