ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ω (επιφ.) ω [o] Αξ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ. ώι [ˈoi] Αραβαν. Από το αρχ. επιφ. .
1. Κλητικό επιφώνημα ό.π.τ. : Μαρία, Μαρία, ω Μαρία, χάτρι μι νας τα χαλάσ̑εις; (Μαρία, Μαρία, ε Μαρία, θα μου χαλάσεις το χατίρι;) Σίλ. -Dawk. Ω νταdά, δίψασα (Ω μπαμπά, δίψασα) Φάρασ. -Dawk. Α υπάγω, ω νιμά! (Θα φύγω, μάνα!) Φάρασ. -Dawk. Ώι κορίσ̑! (Ε, κοπελιά!) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Ο ξένος ανεστέναξε, και το πουλί εσπάσκην.
τζι έχεις; τζι έχεις, ω ξένο μου, και τι βαρύ αναστενάζεις;
(O ξένος αναστέναξε και το πουλί τρόμαξε
Τι έχεις; τι έχεις ξένε μου, και γιατί αναστενάζεις βαριά;)
Τελμ. -Lag.
Συνών. α, ε
2. Επιφώνημα που εκφράζει ποικίλα συναισθήματα, όπως δυσαρέσκεια, αγανάκτηση ή ενθουσιασμό ό.π.τ. : Ω τατά, πιέσα άν' gλέφ' (Ω πατέρα, έπιασα έναν κλέφτη) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ω π’ να ψόφ’σες! (Ω που να ψόφαγες· αρά) Φάρασ. -ΙΛΝΕ 637 Ω, π' να φας τό κεφάλι σ'! (Ω που να φας το κεφάλι σου· αρά) Αραβαν. -Αναστασ. Συνών. α