ω
(επιφ.)
ω
[o]
Αξ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ.
ώι
[ˈoi]
Αραβαν.
Από το αρχ. επιφ. ὦ.
1. Κλητικό επιφώνημα
ό.π.τ.
:
Μαρία, Μαρία, ω Μαρία, χάτρι μι νας τα χαλάσ̑εις;
(Μαρία, Μαρία, ε Μαρία, θα μου χαλάσεις το χατίρι;)
Σίλ.
-Dawk.
Ω νταdά, δίψασα
(Ω μπαμπά, δίψασα)
Φάρασ.
-Dawk.
Α υπάγω, ω νιμά!
(Θα φύγω, μάνα!)
Φάρασ.
-Dawk.
Ώι κορίσ̑!
(Ε, κοπελιά!)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Ο ξένος ανεστέναξε, και το πουλί εσπάσκην.
τζι έχεις; τζι έχεις, ω ξένο μου, και τι βαρύ αναστενάζεις; (O ξένος αναστέναξε και το πουλί τρόμαξε
Τι έχεις; τι έχεις ξένε μου, και γιατί αναστενάζεις βαριά;) Τελμ. -Lag. Συνών. α, ε
τζι έχεις; τζι έχεις, ω ξένο μου, και τι βαρύ αναστενάζεις; (O ξένος αναστέναξε και το πουλί τρόμαξε
Τι έχεις; τι έχεις ξένε μου, και γιατί αναστενάζεις βαριά;) Τελμ. -Lag. Συνών. α, ε
2. Επιφώνημα που εκφράζει ποικίλα συναισθήματα, όπως δυσαρέσκεια, αγανάκτηση ή ενθουσιασμό
ό.π.τ.
:
Ω τατά, πιέσα άν' gλέφ'
(Ω πατέρα, έπιασα έναν κλέφτη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ω π’ να ψόφ’σες!
(Ω που να ψόφαγες· αρά)
Φάρασ.
-ΙΛΝΕ 637
Ω, π' να φας τό κεφάλι σ'!
(Ω που να φας το κεφάλι σου· αρά)
Αραβαν.
-Αναστασ.
Συνών.
α