σααμπετλίκ
(ουσ. ουδ.)
σααbετλίκ
[saabetˈlik]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. sahabetlik = προστασία, φροντίδα, πβ. και τουρκ. sahabet = προστασία. Η φρ. από την τουρκ. φρ. sahabetlik etmek = φροντίζω, προστατεύω.
Προστασία
:
|| Φρ.
Σ̑άνω σααbετλίκ
(Κάνω προστασία˙ Προστατεύω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
εσιρκέτημα, μπεκτσιλίκι :3, σαϊάς, φύλαγμα :1
Τροποποιήθηκε: 25/09/2024