Σάββατο
(ουσ. αρσ.)
Σάββατους
['savatus]
Μαλακ.
Σάββατου
['savatu]
Μισθ., Σίλ.
Σάμbα
[ˈsamba]
Φερτάκ.
Σάμbας
['sambas]
Αραβαν., Γούρδ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ.
Σάββατος
[ˈsavatos]
Φλογ.
Από το μεταγν. ουσ. Σάββατον.
Σάββατο
ό.π.τ.
:
Το Σάμbας ως το μεσ'μέρ' είχαν τα παιριά σκόλειο
(Το Σάββατο ως το μεσημέρι είχαν τα παιδιά σχολείο)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Σάββατος μέρα ζαπάχναν, σ̑υντέξα για σ̑υνύφσσα τ' σπίτ' σπίτ' τελούτον και κάλνεν ντα σο qάμο
(To Σάββατο από το πρωί ή κουμπάρα ή συννυφάδα της γύρζε σπίτι σπίτι και καλούσε στο γάμο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Απικιριάς Σάββατου
(Αποκριάς Σάββατο˙ Ψυχοσάββατο)
Μισθ.
-Μακρ.