ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Σάββατο (ουσ. αρσ.) Σάββατους ['savatus] Μαλακ. Σάββατου ['savatu] Μισθ., Σίλ. Σάμbα [ˈsamba] Φερτάκ. Σάμbας ['sambas] Αραβαν., Γούρδ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ. Σάββατος [ˈsavatos] Φλογ. Από το μεταγν. ουσ. Σάββατον.
Σάββατο ό.π.τ. : Το Σάμbας ως το μεσ'μέρ' είχαν τα παιριά σκόλειο (Το Σάββατο ως το μεσημέρι είχαν τα παιδιά σχολείο) Γούρδ. -Καράμπ. Σάββατος μέρα ζαπάχναν, σ̑υντέξα για σ̑υνύφσσα τ' σπίτ' σπίτ' τελούτον και κάλνεν ντα σο qάμο (To Σάββατο από το πρωί ή κουμπάρα ή συννυφάδα της γύρζε σπίτι σπίτι και καλούσε στο γάμο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Απικιριάς Σάββατου (Αποκριάς Σάββατο˙ Ψυχοσάββατο) Μισθ. -Μακρ.