σαβουστιέω
(ρ.)
σαβουσ̑τι-έω
[savuʃtiˈeo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. savuşmak = α) διαφεύγω, ξεγλιστρώ β) για ασθένειες, περνώ.
1. Ξεγλιστρώ, φεύγω κρυφά
2. Περνώ