ο
(άρθρο)
ο
[o]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
Θηλ.
η
[i]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
Ουδ.
το
[to]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Κίσκ., Μπέηκ., Ποτάμ., Σατ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Τροχ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
του
[tu]
Σίλ.
ντο
[do]
Ουλαγ., Σεμέντρ.
ντου
[du]
Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ., Τσελτ.
δου
[ðu]
Μισθ.
'ου
[u]
Μισθ.
Γεν.
του
[tu]
Καππ.
τ'
[t]
Αξ., Τροχ.
'ου
[u]
Γούρδ.
Θηλ.
'ς
[s]
Φάρασ.
Αιτ. Αρσ.
τον
[ton]
Αξ., Αφσάρ., Κίσκ., Ποτάμ., Σατ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
Θηλ.
την
[tin]
Αφσάρ., Κίσκ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ.
τσ̑η
[tʃi]
Σίλ., Τελμ.
Πληθ. Αρσ.
οι
[i]
Σινασσ., Φάρασ.
Γεν.
του
[tu]
Καππ.
Αιτ.
τους
[tus]
Σίλ., Σινασσ.
τις
[tis]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Θηλ.
τες
[tes]
Φάρασ.
τις
[tis]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Ουδ.
τα
[ta]
Καππ.
ντα
[da]
Καππ.
Από το αρχ. οριστ. άρθρ. ὁ, ἡ, τό. Οι τύπ. γεν. ς και (με ηχηροποίηση) ζ από τον τύπ. της με αποβολή αρχικά του [i] και στην συνέχεια με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος [ts > s]. To άρθρο συνενώνεται με την πρόθ. από/ας δημιουργώντας τους τύπ. σο, σα με απλοπ. του συμπλέγματος [st] > [s]. Η παρουσία/απουσία του οριστικού άρθρου σε διάφορα ιδιώματα της Καππ. έχει επηρεαστεί από την τουρκ. σύνταξη, με αντίθεση άναρθρης ονομαστικής έναντι έναρθρης αιτιατικής (differential case marking, βλ. Karatsareas 2013, 2020)· για τα Φάρασα βλ. Αναστασιάδης (1976: 81-89, Bagriacik 2018: 59-82).
1. Τίθεται πριν από όνομα για να συγκεκριμενοποιήσει την αναφορά του διακρίνοντάς το από μία τάξη ομοειδών
ό.π.τ.
:
Γιόμωσαν ντα εκεί ζ ναίκας το τοβρά
(Γέμισαν με αυτά τον τορβά εκείνης της γυναίκας)
Αξ.
-Dawk.
Λαήσασ̑ι του βαβά ντου
(Φώναξαν τον πατέρα του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Έκουψασ̑ι νιούγου τσ̑η γλώσσαν ντους
(Κόψανε λίγο την γλώσσα τους)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Να πάρου 'ου πισ̑τικό ντάμα μ'
(Θα πάρω μαζί μου τον βοσκό)
Μισθ.
-Φατ.
Πεαίνουσ̑ι τεζ εικόνες
(Πηγαίνουν τις εικόνες)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σογός ποίκι τ' σάμα τ'
(Ο Θεός έκανε το θαύμα του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Έσκισεν ντα τα ρούχα
(Τα έσκισε τα ρούχα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Έρακί μου μιά του σ̑έρι μου
(Μου έδωσε μιά δαγκωνιά στο χέρι μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'υρεψε 'σ' τε μένα γιαρντίμι
(Γύρεψε από μένα βοήθεια)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Το βραδύ πήνι η ναίκα του
(Το βράδυ πήγε η γυναίκα του)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Του μάνα μ' σκότουσις του
(Την μάνα μου την σκότωσες)
Μαλακ.
-Dawk.
Είδιν τον τελεγαν-νού
(Είδε τον νεαρό)
Φάρασ.
-Bağr.
Φερείνκαμε τον παπά, φταίνκε αεσμός
(Φέρναμε τον παπά, έκανε αγιασμό)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Βραdύ σταχτητζ̑ής έρσ̑ιτι οπ' τσ̑ην ζουλιάν ντου
(Το βράδυ έρχεται ο πωλητής στάχτης από την δουλειά του)
Σίλ.
-Κρινόπ.
Πήραν τϋφέκια και πήγαν να σκοτώσουν την γκάτα με το σ̑κυλί
(Πήραν τα τουφέκια και πήγαν να σκοτώσουν την γάτα με το σκυλί)
Ποτάμ.
-Dawk.
Είπιν ντι κι τη ναίκα του
(Είπε και στη γυναίκα του)
Φάρασ.
-Dawk.
Ήνοιξε ντη θύρα
(Άνοιξε την πόρτα)
Φάρασ.
-Dawk.
Είδεν τι Τσ̑ερκέζοι
(Είδε τους Τσερκέζους)
Φάρασ.
-Dawk.
Έφαγαν οι κόρες του
Φάρασ.
-Dawk.
Ήφαριν τιζ δεβόλοι
(Έφερε τους δαίμονες)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Τίνους 'νι ιτά 'ου σπίτ';
(Ποιανού είναι αυτό το σπίτι;)
Γούρδ.
-Φατ.
Είχα τσ̑η λάλα μ', τσ̑η μητέρα μου και τσ̑ην αλεφρή μου και τουν αλεφρό μου
(Είχα την θεία μου, την μητέρα μου και την αδερφή μου και τον αδερφό μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μέρα νύχτα τρώεις κεφάλι μας οπ' τες φωνἐς σου
(Μέρα νύχτα μας παίρνεις το κεφάλι με τις φωνές σου)
Σίλ.
-Κωστ.Μ.
2. Τίθεται πριν από τον επιθετικό προσδιορισμό, σε σχήμα διπλής οριστικότητας, πάντοτε σε ουδ. γένος
ό.π.τ.
:
Το καόν η στράτα
(Ο καλός δρόμος)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Σα παλα̈́ τις χρόνοι αν Αφσ̑αρώτ᾽ είσ̑ιν αν τόστης Τούρκους
(Στα παλιά τα χρόνια ένας Αφσαριώτης είχε ένα φίλο Τούρκο)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Ντο μέαν ντο παιί οπ' το φυλάγνισ̑κε ένα Κερεκή, ήρτε Χριστός
(Το μεγάλο το παιδί, όταν την φύλαγε (τη συκιά) μιά βδομάδα, ήρθε ο Χριστός)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Παίν' τ' άλλ’ ντου μέρα
(Πηγαίνει την άλλη τη μέρα)
Μαλακ.
-Dawk.
Το μεγάλο η χαρά και το μεγάλο η λύπ’ έν το ίδιο πράμα
(Η μεγάλη χαρά και η μεγάλη λύπη είναι το ίδιο πράγμα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Σον το γουdούζ το σκυλί μή ντάκνεις
(Σαν το λυσσασμένο το σκυλί μη δαγκώνεις˙ προτροπή για αυτοσυγκράτηση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Οπ' να σι γαμήσ' ντου μαύρου ντου γαϊdούρ'
(Που να σε γαμήσει το μαύρο το γαϊδούρι˙ ύβρις)
Μισθ.
-Φατ.
|| Παροιμ.
Το νηστικόν ντο 'ρκούδι τζ̑ο χορεύει
(Το νηστικό το αρκούδι δεν χορεύει˙ Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Κρίμα ντεν έν' το καλόν τ' μάντζα στο κακόν το στόμα;
(Κρίμα δεν είναι το καλό το φαγητό στο κακό το στόμα;˙ Όταν προσφέρεις κάτι ή κάνεις κάποιο καλό σε ανάξιο άνθρωπο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
β.
Συνοδεύει κτητικές, αυτοπαθείς, δεικτικές και επαναληπτικές αντωνυμίες
ό.π.τ.
:
Το 'μόν ντα μισαφίρ
(Ο δικός μου ο καλεσμένος
)
Φλογ.
-Dawk.
Έβκαν τα 'μάνα τα φσ̑όκ-κα
(Βγήκαν τα δικά μου τα αγόρια
)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Τα μέτ'ρα 'ίδα ήρταν σι σας;
(Τα δικά μας γίδια ήρθαν σε σας;
)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Ένα μέρα, λέει με το 'μαυτού τ'
(Μιά μέρα, λέει με τον εαυτό του, αναλογίζεται
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Το μόνα ναίκα μι τεκεινιού ναίκα τσ̑όαν αϊλφού φσ̑άχα
(Η γυναίκα μου με τη γυναίκα εκείνου ήταν ξαδέρφια
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Το φαΐ νά 'ν' 'ς χώρας, τσ̑οιλία έν' ντο σόνα
(Το φαΐ αν είναι ξένο, η κοιλιά είναι δική σου
˙
Το έλεηαν για εκείνους που έτρωγαν πολύ σε ξένο τραπέζι, ή, συμβουλευτικά με την έννοια «Θα παραγεμίσεις την κοιλιά σου με το ξένο φαΐ και μετά εσύ θα υποφέρεις, αν βαρυστομαχιάσεις»)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Γενικευτικό, συνήθως στον πληθ.
ό.π.τ.
:
Τους γκιαούρηροι σε τουζ αφήσ'τι
(Τους γκιαούρηδες θα τους αφήσετε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σάμ' σάλτσ̑αν τα 'λαχτόρε, πέτ-τασε, σηκώθη
(Όταν λάλησαν οι πετεινοί, πήδηξε, σηκώθηκε)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Από μακριά το λαγός ακούει και φέγνει
(Από μακριά ο λαγός ακούει και φεύγει)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Σκότωσαν τα Χριστιανοί
(Σκότωσαν τους Χριστιανούς)
Ανακ.
-Cost.
|| Παροιμ.
Σο σπίσ' άπέσω το κάτα και το ναίκα να βρερεί
(Η γάτα και η γυναίκα πρέπει να βρεθεί μέσα στο σπίτι˙ οι γυναίκες δεν πρέπει να κυκλοφορούν έξω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
4. Ουσιαστικοποιεί επίθετα, επιρρήματα
ό.π.τ.
:
Να σε πω ένα κυρφός
(Να σου πω ένα μυστικό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Αντέ, Χρηστό, σο κοφτό να φέρεις αβγά
(Πήγαινε Χρήστο στο κελλάρι να φέρεις αβγά)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Φίλαναν τα χέρια σα μεγάλα
(Φίλαγαν τα χέρια των ηλικιωμένων)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Σωρεύταμ’ του χωρού τα ’δρά
(Συγκεντρωθήκαμε οι προύχοντες του χωριού)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Ήρταν τ’ απάνω τ’
(Της ήρθε περίοδος, δηλ. είναι απάνω στον καιρό της)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Σε υπάμι τα κατάπ’σα
(Θα πάμε στις επισκέψεις (ενν. στους συμπέθερους))
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Έρτσ̑εται τα όξου τσ̑αι κατακουά τα ‘πέσου
(Έρχεται το έξω και κυνηγάει το απομέσα˙ όταν οι νεοφερμένοι παραμερίζουν τους παλαιούς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το ψέμα μο το 'ληθώτικο ορτάχος τζ̑ο 'ίνεται
(Το ψέμα με την αλήθεια σύντροφοι δεν γίνονται˙ το ψέμα και η αλήθεια είναι δύο ασυμβίβαστες έννοιες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Τ' ακ͑ι̂λ-λι̂́ 'σο να dϋσ̑ϋνdΰσ̑', το τσανό σ̑άν' τα γ̑βουνιά στράτα
(Ο γνωστικός ώσπου να σκεφτεί, ο τρελός κάνει τα βουνά δρόμο˙ Ο σχολαστικός ώσπου να πάρει μιά απόφαση, ο τολμηρός πραγματοποιεί αυτό που θέλει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Πένdε φιλά το μαύρο του και δέκα την καλήν του
(Πέντε φορές φιλάει το μαύρο άλογό του και δέκα φορές την γυναίκα του)
Τελμ.
-Lag.
β.
Ουσιαστικοποιεί προτάσεις
ό.π.τ.
:
Βαβά τ'νε το να χαεί έμαχέν ντο
(Ο πατέρας τους κατάλαβε ότι θα πέθαινε σύντομα
)
Ουλαγ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Το ζανgινίκ δεν το χάνεις με το να δέκεις σο φικαρά χαϊρέτσι
(Toν πλούτο δεν τον χάνεις με το να δώσεις ελεημοσύνη στον φτωχό
˙
προτροπή για γενναιοδωρία)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Μι το να κονώεις λερό το μύλος ντέ γυρισ̑'
(Με το να χύνεις νερό ο μύλος δεν γυρίζει
˙
για να γίνει ένα έργο απαιτείται μεγάλη προσπάθεια)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025