οβαλάτημα
(ουσ. ουδ.)
οβα̈λα̈́τημα
[ovæˈlætima]
Φάρασ.
οφελέτ’μα
[ofeˈletma]
Φάρασ.
Από το ρ. οβελετίζω, όπου και τύπ. οβα̈λα̈τώ και οφελετάου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Τρίψιμο
Συνών.
κοπάνισμα, τρίψιμο :1
2. Θρυμμάτισμα