ογιουντίζω
(ρ.)
ο̈γϋνdΰζω
[øʝynˈdyzo]
Αξ.
ογϋντίζω
[oʝynˈdizo]
Μαλακ.
ογουdίζου
[oɣuˈdizu]
Μισθ.
Αόρ.
ογούντ'σα
[oˈɣundsa]
Μισθ.
Προστ.
ογούντα
[oˈɣunda]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. övünmek = καυχιέμαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. öğünmek.