ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καυχιέμαι (ρ.) καυκιέμαι [kafˈceme] Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ. καυτσ̑έμαι [kafˈtʃeme] Φάρασ. καυτζ̑έμαι [kafˈdʒeme] Φάρασ. καυτσ̑ίζουμου [kafˈtʃizumu] Σίλ. Παρατατ. καυχιούμουν [kafˈçumun] Τελμ. καυχούμουν [kafˈxumun] Σινασσ. καυτζ̑ουμουν [kafˈdʒumun] Φάρασ. Αόρ. εκαυχίστα [ekafˈçista] Σινασσ. καυτσ̑ι-έστα [kafˈtʃesta] Φάρασ. Προστ. καυτσ̑ήστου [kafˈtʃistu] Φάρασ. Aρχ. ρ. καυχῶμαι. Η τροπή [fx] > [fk] μεσν.
Kαυχιέμαι, περηφανεύομαι ό.π.τ. : Mε τους μη καυτσ̑ηστώ τσ̑' εγώ! (Μα πώς να μην καυχηθώ κι εγώ!) Φάρασ. -Αναστασ. || Παροιμ. Η πυρά ψέν' κι η κυρά καυκιέται (Η φωτιά ψήνει κι νοικοκυρά περηφανεύεται˙ για όσους επαίρονται για τα κατορθώματα άλλων) Σινασσ. -Αρχέλ. 'α έργου ποίκα, τσ̑αι 'στέρου καυτσ̑ήστου (Μια δουλειά κάνε την, και ύστερα καυχήσου˙ για όσους επαίρονται χωρίς να κάνουν δουλειά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. O είς καυχούνταν τ' άσπρα του κι άλλος τη φορεσιά του
κι ο Μαυρόζης καυχούντανε, καυχούνταν την καλή του
(O ένας καυχιόταν για τα πλούτη του κι ο άλλος για την φορεσιά του
κι ο Μαυρόζης καυχιόταν, καυχιόταν για την γυναίκα του)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Πορφύρη, πού 'νι τά 'λεγες, πού 'νι τα καυχιούσουν;
Συ καυχιούσουν κι έλεγες κι εγώ κερδώ τον κόσμο
(Πορφύρη, πού ’ν’ αυτά που έλεγες, πού ’ν’ αυτά που καυχιόσουν;
Εσύ καυχιόσουν κι έλεγες κι εγώ νικώ τον κόσμο)
Τελμ. -Lag.
Kι ένας από τους στρατιώτας εκαυχίστηκε
Kι εγώ αν πάρω το κάστρο τι είν' τα δώρα μου;
(Kι ένας από τους στρατιώτες καυχήθηκε
Kι εγώ αν πάρω το κάστρο ποιά θα είναι τα δώρα μου;)
Σινασσ. -Παχτ.