ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καυκίτσι (ουσ. ουδ.) καυκίτσι [kafˈcitsi] Σίλατ. Aπό το ουσ. καυκί και το επίθμ. -ίτσι. Η λ. μόνο σε άσμ.
Πήλινη ή ξύλινη κούπα ή κύπελλο ό.π.τ. : || Ασμ. Παίρνει τότε ε-νιόνυμφη, γιομών' καυκί, τον δίνει
και παίρνει το καυκίτσι του και ρίφτει το δαχτυλίδι του
( Παίρνει τότε η νεόνυμφη, γεμίζει ποτήρι και του το δίνει
και παίρνει το ποτήρι του και ρίχνει το δαχτυλίδι του)
Σίλατ. -Χωλόπ.