καυκίτσι
(ουσ. ουδ.)
καυκίτσι
[kafˈcitsi]
Σίλατ.
Aπό το ουσ. καυκί και το επίθμ. -ίτσι. Η λ. μόνο σε άσμ.
Πήλινη ή ξύλινη κούπα ή κύπελλο
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Παίρνει τότε ε-νιόνυμφη, γιομών' καυκί, τον δίνει
και παίρνει το καυκίτσι του και ρίφτει το δαχτυλίδι του ( Παίρνει τότε η νεόνυμφη, γεμίζει ποτήρι και του το δίνει
και παίρνει το ποτήρι του και ρίχνει το δαχτυλίδι του) Σίλατ. -Χωλόπ.
και παίρνει το καυκίτσι του και ρίφτει το δαχτυλίδι του ( Παίρνει τότε η νεόνυμφη, γεμίζει ποτήρι και του το δίνει
και παίρνει το ποτήρι του και ρίχνει το δαχτυλίδι του) Σίλατ. -Χωλόπ.