ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατωφόρου (επίρρ.) κατουφόρου [katuˈforu] Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ. κατηφόρου [katiˈforu] Φάρασ. Από την γεν. του ουσ. κατήφορος, όπου και τύπ. κατώφορος. Για την σύνταξη βλ. Φάβης (1948: 180-181). Πβ. πανωφόρου
1. Με κατεύθυνση προς τα κάτω ό.π.τ. : Ήτουνε μακρά α σαχάτι κατουφόρου (Ήτανε μιά ώρα μακριά προς τα κάτω) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τα 'τία σου είν' κατουφόρου, μα κούζωσαν (Τα αφτιά σου είναι πεσμένα, δεν ορθώθηκαν) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Ο ήλος πήιν κατουφόρου (Ο ήλιος πήγε προς τα κάτω˙ ο ήλιος έκλινε προς την δύση του) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ373 Να φτύσ’ πανουφόρου, ξεια σα γένε σου, να φτύσ’ κατουφόρου, ξεια σον γκόφα σου (Nα φτύσεις προς τα πάνω, πέφτει στα γένια σου, να φτύσεις προς τα κάτω, πέφτει στον κόρφο σου˙ για καταστάσεις όπου όλες οι εναλλακτικές είναι εξίσου κακές) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Ο τσ̑ολάχοζ ηύρεν γκατουφόρου, πααίνει (Ο κουτσός βρήκε κατήφορο, πηγαίνει˙ οι άνθρωποι βολεύονται με τις εύκολες λύσεις, εκμεταλλεύονται καταστάσεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Ειδικότ., προς τα νότια των Φαράσων Φάρασ.