κάτω
(επίρρ.)
κάτω
[ˈkato]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλατ., Τελμ., Φλογ.
κάτου
[ˈkatu]
Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ.
κάτ'
[kat]
Αραβαν., Μισθ., Μπέηκ., Ουλαγ., Σεμέντρ.
κάτι
[ˈkati]
Μισθ.
Από το αρχ. επίρρ. κάτω. Ο τύπ. κάτου ήδη μεσν.
1. Κάτω, για τόπο, επίπεδο, σημείο που βρίσκεται χαμηλά ή χαμηλότερα σε σχέση με τον ομιλητή
ό.π.τ.
:
Αράπης έπιασεν ντo [ …] και πηρπήγεν ντo κάτου σα μπουdρούμια
(Ο Αράπης τον έπιασε και τον πήγε κάτω στα μπουντρούμια)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Φρ.
’υρεύκα σε πάνου, ηύρα σε κάτου
(Σε γύρευα πάνω, σε βρήκα κάτω˙ για τυχαία και απρόσμενη συνάντηση με κάποιον που αναζητούμε)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Σαλάντ’σι κάτ’ 'ς τη χη
(Κουνήθηκε κάτω στην γη˙ έγινε σεισμός)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ένα τ͑αχτά πάνω, ένα τ͑αχτά κάτω, μέση τ’ τσ̑είνdι ένα οροπούσα
(ένα ξύλο πάνω, ένα ξύλο κάτω, στην μέση βρίσκεται μιά πόρνη˙ η χελώνα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
β.
Με την πρόθ. από, κάτω από κάτι
ό.π.τ.
:
Χαχτσ̑ήραν ασ' τα βατόζια κάτω
(Μπήκαν κάτω από τους βάτους
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κολόκα σωρόβ’ τα πουλιά τ' ούλα κάτ' απ' τα φτερά
(Η κλώσσα μαζεύει τα πουλιά της κάτω από τα φτερά
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Σε περιοχή που βρίσκεται νοτιότερα ή σε χαμηλότερο υψόμετρο από αυτή που βρίσκεται ο ομιλητής
Μισθ.
:
'ς τα νότια έχ' τσ̑' άλλου αηλφή κάτ’
(Κάτω στα νότια έχουν κι άλλη αδελφή)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Κάτ’ 'ς Αφρική αλέζ’νι ούτσ̑α, σιάνει βορίζ’νι δα
(Κάτω στην Αφρική αλέθουν έτσι, λιχνίζουν τα σιτηρά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
β.
Στο κέντρο μιας πόλης
Μισθ.
:
Κατ' Σαλανίτς, τι σάνιτ' 'νταρά;
(Κάτω στην Θεσσαλονίκη τι κάνετε τώρα;
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
3. Με επίρρ., για να δηλώσει κατεύθυνση
ό.π.τ.
:
Πή’ις 'τσ̑ού κάτ’ σα κόμματα;
(Πήγες εκεί κάτω στα χωράφια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Εγώ τσοιμώδουμι ντετσιού κάτ’ σου βάλτος
(Εγώ κοιμόμουν κάτω στον βάλτο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Απάνω κάτω
(Πάνω κάτω˙ παντού, προς όλες τις κατευθύνσεις)
Σίλατ.
-Dawk.
|| Ασμ.
Ντετσ̑ά κάτω στο ντερέ, τσ̑είνdι ένα γιριά
(Εκεί κάτω στην ρεματιά είναι μιά γριά· από σκωπτικό άσμ.)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
4. Κάτω, καταγής
ό.π.τ.
:
Και το παιδί κουνdά το άσο πενdζ̑ερέ κάτω σο σοqάχ
(Και πέταξε το παιδί από το παράθυρο κάτω στον δρόμο)
Φλογ.
-Dawk.
Τα δέντρα ούλα ήφερά τα κάτω
(Tα έρριξε (ο δυνατός αέρας) όλα τα δέντρα κάτω)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ήφεραν, κόνωσαν εκεί κάτω λίο ρόφ’
(Έφεραν μερικά μπιζέλια και τα άπλωσαν καταγής)
Αξ.
-Dawk.
Ρίφτσ̑ει το κάτω
(Το ρίχνει (το κορίτσι) κάτω)
Γούρδ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Του αβγού το φύλλο αν ‘κι πέσ’ κάτω, τα μέρες δε ζένουν
(Αν δεν πέσει κάτω στην γη τσόφλι αβγού οι μέρες δεν ζεσταίνουν˙ η καλοκαιρία αρχίζει μετά το Πάσχα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
β.
Ειδικότ., μπρούμυτα
Ανακ.
:
Έστραψεν και κουπώθα κάτω ασ’ σο φόβο μ’
(Άστραψε και έπεσα μπρούμυτα από τον φόβο μου
)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
γ.
Με την πρόθ. από, στην επιφάνεια που βρίσκεται προς το έδαφος
Μισθ.
:
Ντου ντοκάν' είχιν χτάρ’ α απ'κάτ'
(Η δοκάνα είχε πέτρα από κάτω
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
5. Ως επίθ., αυτός που βρίσκεται κάτω, σε χαμηλότερο επίπεδο από κάτι άλλο
ό.π.τ.
:
Το κάτ’ το μύλο
(Ο κάτω μύλος, προς αντιδιαστολή προς τον επάνω)
Αξ.
-Μαυροχ.
Τ’ κάτ’ ντου χ̇ερεμύλι
(Η κάτω πέτρα του χερόμυλου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τσ̑ι τ’ απάν’ τσ̑ι τα κάτ’ τραγούδαναν
(Και αυτοί που ήταν ανεβασμένοι πάνω και οι κάτω (ενν. στον χορό βάρα βάρα) τραγουδούσαν )
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Κάτ’ Μαχαλαΐτε
(Οι Κάτω Μαχαλαΐτες˙ οι κάτοικοι του κάτω μαχαλά, της κάτω γειτονιάς στην Αξό)
Αξ.
-Μαυροχ.
Κάτ’ ντου γκόσμος
(Ο κάτω κόσμος˙ ο Άδης)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
6. Για τον σχηματ. τοπωνυμίων
ό.π.τ.
:
Κάτου γ̑ -Άννα
(Κάτω Αγία Άννα)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Κάτ’ το Κορπί
(Το Κάτω Γεφύρι)
Αξ.
-Μαυροχ.
Κάτω Αποστολάρ’
(Το χωριό Κάτω Απόστολοι Κιλκίς)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.