κατσίβελα
(επίθ.)
Θηλ.
κατσίβελα
[kaˈtsivela]
Τελμ.
Από το μεσν. ουσ. κατσίβελος και το θηλ. επίθμ. -α. Πβ. νεότ. κατσιβέλα (Mackridge 2021: 32). Το κατσίβελος πιθ. από το βλαχ. ουσ. cacivel ή από το ιταλ. ουσ. cattivello = σκλάβος, δυστυχής (βλ. Ανδριώτης, Ετυμολ., λ. κατσίβελος).
Γύφτισσα
Τελμ.
:
|| Ασμ.
κλειδώνει και μανδαλώνει, και δίν' τ’ αναχτήρια κατσίβελα μάγισσα
(κλειδώνει, μανταλώνει και δίνει τα κλειδιά στην τσιγγάνα μάγισσα)
Τελμ.
-Αινατζ.
Πβ.
τσιγγάνος