ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατσαμάκι (ουσ. ουδ.) κατσαμάκι [katsaˈmaci] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. kaçamak = α) φυγή β) χώρος όπου οι βοσκοί κρύβουν το κοπάδι γ) ως διαλεκτ. σημ., είδος πρόχειρης κρέμας από καλαμποκάλευρο ως έδεσμα βοσκών (THADS, λ. kaçamak).
Είδος τυριού Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 27/01/2025