κατσαμάκι
(ουσ. ουδ.)
κατσαμάκι
[katsaˈmaci]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. kaçamak = α) φυγή β) χώρος όπου οι βοσκοί κρύβουν το κοπάδι γ) ως διαλεκτ. σημ., είδος πρόχειρης κρέμας από καλαμποκάλευρο ως έδεσμα βοσκών (THADS, λ. kaçamak).
Είδος τυριού
Σινασσ.