κατσακουντούζ
(ουσ. ουδ.)
κα̈τσα̈́κουνdούζ
[kætsækunˈduz ]
Φάρασ.
Από το τουρκ. gecegündüz = νυχθημερόν.
Νυχθημερόν
Φάρασ.