κατρακύλημα
(ουσ. ουδ.)
κατσ̑ύλ'μα
[kaˈtʃilma]
Φάρασ.
Aπό το ρ. κατρακυλώ, όπου και τύπ. κατσ̑υλίζου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Κύλισμα
2. Κατρακύλημα