κατούδα
(ουσ. θηλ.)
κατούδα
[kaˈtuða]
Μαλακ., Σινασσ.
κατ-τούγια
[katˈtuʝa]
Αξ.
κατούρα
[kaˈtura]
Αραβαν.
Πληθ.
κατούδις
[kaˈtuðis]
Μαλακ.
Μεσν. ουσ. κατοῦδα.