κατούρημα
(ουσ. ουδ.)
κατούρημα
[kaˈturima]
Γούρδ.
κατούρ'μα
[kaˈturma]
Σίλ., Φάρασ.
Μεσν. ουσ. κατούρημα, πβ. Σταφ., 'Ιατροσ. 5.134 «τὸ κατούρημαν τοῦ ἀρρώστου».
Κατούρημα
ό.π.τ.
:
'φοdές μπαγαίνκε ση στράτα, έβγκη κατούρ'μα τ’ς
(Kαθώς έπαιρνε τον δρόμο, της ήρθε ανάγκη για κατούρημα)
Φάρασ.
-Dawk.
Οπ’ του κατούρ’μα ντου ντάμα έρσ̑ιτι όιμα
(Mαζί με την ούρηση του έρχεται και αίμα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Βγαίνει κατούρ’μα
(Bγαίνει (για) κατούρημα˙ πηγαίνει να ουρήσει)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Μο’ η κατούρ’μα μας πααίν̑’κε χωρίς
(Mόνο το κατούρημα μας πήγαινε χωριστά˙ για αχώριστους φίλους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
τσακόντημα :1