κατόπισα
(επίρρ.)
κατόπ'σα
[kaˈtopsa]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ.
κατάπ'σα
[kaˈtapsa]
Σίλ.
κοόπ'σα
[koopsa]
Μισθ.
Από το αρχ. επίρρ. κατόπισθεν-κατόπισθε > *κατόπιστα. Ο τύπ. κατάπ'σα με αφομ.
1. Κατόπι, από πίσω, ξοπίσω
ό.π.τ.
:
Βασιλέας πίταξεν κατόπ’σα τουν ασκεριούς
(Ο βασιλιάς έστειλε ξοπίσω τους στρατιώτες)
Ποτάμ.
-Dawk.
Γέλα κατάπ’σα μου
(Έλα μετά από μένα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'ς το Νίγντε απ’ κατόπ’σα μας μι τα χτα̈́ρια κατακώλανα μας
(Στην Νίγδη μας κυνηγούσαν από πίσω μας με τις πέτρες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τρία σερνιτσοί κυλίσταν τὄνα στ’ άλλου κατόπ’σα
(Τρεις άνδρες πέσανε ο ένας ξοπίσω του άλλου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Είδα 'να ντράκο, έτριξα κατόπ’σα τ’, αλλά σέμη 'ς φωλιά τ’ 'ς ένα νταρίν πλεφρό
(Είδα έναν δράκο έτρεξα από πίσω του, αλλά μπήκε στην φωλιά του σε ένα βαθύ πηγάδι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
Koόπ'σα μ' γιάι έρισι;
(Από πίσω μου γιατί έρχεσαι; Γιατί με ακολουθείς;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Πέφτω κατόπ’σα τ’
(Ρίχνομαι στο κατόπι του˙ τον ακολουθώ. Πβ. τουρκ φρ. <em>peşine düşmek</em> = ακολουθώ, όπου <em>peşine</em> = ο ένας πίσω από τον άλλο, <em>düşmek</em> = πέφτω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σ’ άλλα κατόπ'σα
(Σε άλλα ξοπίσω˙ διαδοχικά, ο ένας πίσω από τον άλλο)
Αξ.
-Μαυροχ.
Το ψωμί να γενεί λαγός κι εσύ σκυλί και να τρέχεις κατόψα τ'
(Το ψωμί να γίνει λαγός κι εσύ σκυλί και να τρέχεις στο κατόπι του˙ αρά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Έπεσαν κατόπ’σα τ’ δυο κατσιβέλια
(Τον ακολούθησαν δύο καλικατζαράκια)
Τελμ.
-Αινατζ.
Συνών.
αποπίσω, ξοπίσω
2. Ως ουσ. πληθ., τα κατάπ’σα, οι αμοιβαίες επισκέψεις των συμπέθερων μετά τον γάμο και ιδίως το γαμήλιο γλέντι στο σπίτι του γαμπρού, την δεύτερη μέρα του γάμου
Σίλ.
:
Σε υπάμι τα κατάπ’σα
(Θα πάμε στις επισκέψεις (ενν. στους συμπέθερους))
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πεσερά κάλισι κατάπ'σα Δευτέρα βραντύ κόρης γόλι να νάρτουσ̑ι παιριού τ’ γόλι
(Η πεθερά κάλεσε σε γλέντι την Δευτέρα το βράδυ την πλευρά της νύφης να έρθουν στην πλευρά του παιδιού)