ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατινώνω (ρ.) κατινώνω [katiˈnono] Φάρασ. Αόρ. κατίνωσα [kaˈtinosa] Φάρασ. Από το επίθ. κατινός και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
1. Αμτβ., καθαρίζω, γίνομαι καθαρός από προσμείξεις ό.π.τ. : || Παροιμ. Σαν μη θεωθεί το νερό, τζ̑ο κατινώνει (Αν δεν θολώσεί το νερό, δεν καθαρίζει˙ για να γίνει κάτι σωστά, πρέπει πρώτα να χαλάσει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Για καιρό, καθαρίζω, γίνομαι αίθριος Φάρασ. : Κατίνωσε (Ο καιρός έγινε αίθριος) Φάρασ. -Καρολ. Συνών. ανοίγω :5, καλοσυνεύω