κατινώνω
(ρ.)
κατινώνω
[katiˈnono]
Φάρασ.
Αόρ.
κατίνωσα
[kaˈtinosa]
Φάρασ.
Από το επίθ. κατινός και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
1. Αμτβ., καθαρίζω, γίνομαι καθαρός από προσμείξεις
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Σαν μη θεωθεί το νερό, τζ̑ο κατινώνει
(Αν δεν θολώσεί το νερό, δεν καθαρίζει˙ για να γίνει κάτι σωστά, πρέπει πρώτα να χαλάσει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Για καιρό, καθαρίζω, γίνομαι αίθριος
Φάρασ.
:
Κατίνωσε
(Ο καιρός έγινε αίθριος)
Φάρασ.
-Καρολ.
Συνών.
ανοίγω :5, καλοσυνεύω