καλοσυνεύω
(ρ.)
καλοσ̑υνεύω
[kaloʃiˈnevo]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ.
Από το μεσν. ρ. καλοσυνεύ(γ)ω, το οπ. από το μεσν. ουσ. καλοσύνη = α) αγαθότητα, ευεργεσία β) καλή ποιότητα γ) γαλήνη και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.