καλολαντώ
(ρ.)
καλολανdού
[kalolanˈdu]
Ουλαγ.
Από το επίθ. καλός και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω. Η λ. πιθ. ως απόδοση του τουρκ. ρ. iyileşmek = βελτιώνομαι, όπου iyi = καλός, καλά.