ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορθώνω (ρ.) ορθώνω [orˈθono] Καππ. ορτώνω [orˈtono] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σινασσ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ. ορτώνου [orˈtonu] Μισθ., Φάρασ. Αόρ. όρτωσα [ˈortosa] Αξ., κ.α. Παθ. ορτώμαι [orˈtome] Ουλαγ. Προστ. Εν. ώρτο [ˈorto] Γούρδ., Φλογ. όρτου [ˈortu] Μισθ., Τροχ. Παθ. Μτχ. ορτωμένο [ortoˈmeno] Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ. ορτουμένου [ortuˈmenu] Μισθ. ορτιασμένος [ortʝaˈzmenos] Σινασσ. Μεσν. ρ. ὀρθώνω, το οπ. από αρχ. ρ. όρθόω. Ο τύπ. ορτώνω νεότ.
1. Μτβ., ανορθώνω, σηκώνω κάποιον ή κάτι, το(ν) στήνω όρθιο Αξ., Γούρδ., κ.α., Σινασσ., Φλογ. : Όρτωσεν και τ’ άλλ’ αελφή (σήκωσε και τη άλλη αδελφή) Αξ. -Dawk. Ορτώνω τρανώ και κόσμος πάρτεν (σηκώνω ενν. το κεφάλι και βλέπω τον κόσμο άνω κάτω) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. ανασηκώνω, γαλγιντώ, σηκώνω
β. Μεσοπαθ. στέκομαι όρθιος Γούρδ.
2. Διορθώνω, επισκευάζω Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ. : Ορτώνου του αλετίρ (διορθώνω το αλέτρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σ̑άνιξαμ' ντου καμπαναριό τσ̑όϊ, όρτουναμ' ντου, σογάτσιν ντου Γιώργης (Φτιάχναμε το καμπαναριό τότε, το επισκευάζαμε, το σοβάτισε ο Γιώργης) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. ισιάζω, ορθιαίνω, ποίκω
3. Ισιώνω Ανακ.
4. Συγυρίζω, τακτοποιώ, βάζω σε τάξη Αξ., Γούρδ. : Το κάμαρά σας ορτωμένο το είρα, τσείνα φυλάκτειτ’ να έρτσει; (την κάμαρά σας τη βλέπω συγυρισμένη, ποιον περιμένετε να έρθει;) Γούρδ. -Καράμπ. || Φρ. Ορτώνω φορτώνω (συγυρίζω, φορτώνω˙ τακτοποιώ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γαραλαΐζω :2, γερλεστιρντίζω :2, πακλατίζω :2, πανασηκώνω :1, σωρεύω
5. Θεραπεύω κάποιον Αξ., Τροχ. : Κ’ έκοψε κοριτσ̑ιού το χερ’, και όρτωσεν (και έκοψε του κοριτσιού το χέρι και την θεράπευσε) Αξ. -Dawk. Θεέ μ’ ή έπαρ’ την ψυχή μ’ κι ας γουρτώσω ή όρτου μι κι ας ορτώσω (Θεέ μου ή πάρε την ψυχή μου κι ας γλυτώσω από τη ζωή, ή θεράπευσέ με κι ας γίνω καλά· ευχή ετοιμοθάνατου) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. γιανίσκω, λιαρώνω
6. Αμτβ., στον αόρ. αναρρώνω, γίνομαι καλά Αξ., Αραβαν. : Το κορίτσ̑΄ όρτωσεν, γιάνεν (το κορίτσι ανάρρωσε, έγινε καλά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γιανίσκω, καλολαντώ, λιαρώνω
7. Για ζώο ή άνθρωπο, οχεύω Μισθ. : Ιτά, όρτου-όρτου σωρόφταν τα τσενέια τ' (Αυτός από το πολύ γαμήσι ρουφήχτηκαν τα σαγόνια του) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. γαμώ, τσακτουρντώ
β. Η μτχ. ως ύβρις, γαμημένος Αραβαν., Μισθ.