ορθώνω
(ρ.)
ορθώνω
[orˈθono]
Καππ.
ορτώνω
[orˈtono]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σινασσ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ.
ορτώνου
[orˈtonu]
Μισθ., Φάρασ.
Αόρ.
όρτωσα
[ˈortosa]
Αξ., κ.α.
Παθ.
ορτώμαι
[orˈtome]
Ουλαγ.
Προστ. Εν.
ώρτο
[ˈorto]
Γούρδ., Φλογ.
όρτου
[ˈortu]
Μισθ., Τροχ.
Παθ. Μτχ.
ορτωμένο
[ortoˈmeno]
Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ.
ορτουμένου
[ortuˈmenu]
Μισθ.
ορτιασμένος
[ortʝaˈzmenos]
Σινασσ.
Μεσν. ρ. ὀρθώνω, το οπ. από αρχ. ρ. όρθόω. Ο τύπ. ορτώνω νεότ.
β.
Μεσοπαθ. στέκομαι όρθιος
Γούρδ.
2. Διορθώνω, επισκευάζω
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ.
:
Ορτώνου του αλετίρ
(διορθώνω το αλέτρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σ̑άνιξαμ' ντου καμπαναριό τσ̑όϊ, όρτουναμ' ντου, σογάτσιν ντου Γιώργης
(Φτιάχναμε το καμπαναριό τότε, το επισκευάζαμε, το σοβάτισε ο Γιώργης)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
ισιάζω, ορθιαίνω, ποίκω
3. Ισιώνω
Ανακ.
4. Συγυρίζω, τακτοποιώ, βάζω σε τάξη
Αξ., Γούρδ.
:
Το κάμαρά σας ορτωμένο το είρα, τσείνα φυλάκτειτ’ να έρτσει;
(την κάμαρά σας τη βλέπω συγυρισμένη, ποιον περιμένετε να έρθει;)
Γούρδ.
-Καράμπ.
|| Φρ.
Ορτώνω φορτώνω
(συγυρίζω, φορτώνω˙ τακτοποιώ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
γαραλαΐζω :2, γερλεστιρντίζω :2, πακλατίζω :2, πανασηκώνω :1, σωρεύω
5. Θεραπεύω κάποιον
Αξ., Τροχ.
:
Κ’ έκοψε κοριτσ̑ιού το χερ’, και όρτωσεν
(και έκοψε του κοριτσιού το χέρι και την θεράπευσε)
Αξ.
-Dawk.
Θεέ μ’ ή έπαρ’ την ψυχή μ’ κι ας γουρτώσω ή όρτου μι κι ας ορτώσω
(Θεέ μου ή πάρε την ψυχή μου κι ας γλυτώσω από τη ζωή, ή θεράπευσέ με κι ας γίνω καλά· ευχή ετοιμοθάνατου)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
γιανίσκω, λιαρώνω
6. Αμτβ., στον αόρ. αναρρώνω, γίνομαι καλά
Αξ., Αραβαν.
:
Το κορίτσ̑΄ όρτωσεν, γιάνεν
(το κορίτσι ανάρρωσε, έγινε καλά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
γιανίσκω, καλολαντώ, λιαρώνω
7. Για ζώο ή άνθρωπο, οχεύω
Μισθ.
:
Ιτά, όρτου-όρτου σωρόφταν τα τσενέια τ'
(Αυτός από το πολύ γαμήσι ρουφήχτηκαν τα σαγόνια του)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
γαμώ, τσακτουρντώ
β.
Η μτχ. ως ύβρις, γαμημένος
Αραβαν., Μισθ.