ισιάζω
(ρ.)
ισ̑άζω
[iˈʃazo]
Ανακ., Σινασσ.
ισάζω
[iˈsazo]
Φάρασ.
γισάζου
[ʝiˈsazu]
Μισθ.
γισ̑άζου
[ʝiˈʃazu]
Μισθ.
σάζω
[ˈsazo]
Φάρασ.
ζάζω
[ˈzazo]
Αραβαν., Γούρδ.
Παρατατ.
ζάγισκα
[ˈzaʝiska]
Γούρδ.
ζάισ̑κα
[ˈzaiʃka]
Αραβαν.
σ̑άισ̑κα
[ˈʃaiʃka]
Αξ., Τροχ.
Αόρ.
ίσ̑ασα
[ˈiʃasa]
Δίλ.
Από το μεσν. ρ. ἰσιάζω, το οπ. από το αρχ. ἰσάζω = εξισώνω, εξισορροπώ, με επίδρ. του επιθ. ἴσιος. Ο τύπ. ’σάζω με αποβολή του αρκτ. άτονου φων. ήδη μεσν. Ο τύπ. ζάζω με υποχωρητ. αφομ. ηχηρότ. [s-z > z-z] (μη πιθ. η αναγωγή του στο ρ. διάζω, όπως είχε προτείνει ο Dawkins 1916: 600-601· βλ. την σχετική συζήτηση στο ΙΛΝΕ, λ. διάγω). Η σημ. 2 μεσν. Η σημ. 3 νεότ.
1. Αμτβ., ισιώνω
Ανακ., Φάρασ.
:
Να ισ̑άσει το φσ̑άχ'
(Να ισιώσει, να έρθει στην σωστή θέση για τον τοκετό, το μωρό)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ισάζει τα πι-έχα τ'
(Ισιώνει τα μουστάκια του)
Φάρασ.
-Dawk.
4. Κάνω
ό.π.τ.
:
Τσί ζάεις;
(Τί κάνεις;)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ό,τσι μπουγιουρντούιτ’, ζάζουμ’ το
(Ό,τι μας διατάξετε, θα το κάνουμε)
Αραβαν.
-Φωστ.
Oύλ-λο κόσμος χαιραζότουν, ζάισ̑κε γιορτσ̑ή
(Όλος ο κόσμος χαιρόταν, έκανε γιορτή)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ολονμέρ σο σπίσ̑' τουν ζάισ̑καν γαβγά και κουπανιζόσαν
(Όλη την ημέρα στο σπίτι τους έκαναν καβγάδες και δέρνονταν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Φρ.
Ζάζω γιαρντίμ
(Κάνω βοήθεια˙ βοηθώ)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ζάζω κομάνdο
(Κάνω κουμάντο˙ φροντίζω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ζάζω βασιέσ̑'
(Κάνω διαθήκη˙ κληροδοτώ)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μι τον σονgρανdάν γκιο̈ρμΰς̑, αρκαντασ̑λι̂́χ' μη ζάεις
(Με αυτόν που τώρα είδε (πλούτισε), συντροφιά μην κάνεις˙ να μην κάνεις παρέα με τους νεόπλουτους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
5. Φτιάχνω, παρασκευάζω, συνθέτω
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Τροχ.
:
Ολονμέρ' αλμέζουν τα πρόβατα, και ασ' το γάλα τουν ζάζουν όξινο γάλα και τσυρί
(Όλη μέρα αρμέγουν τα πρόβατα, και από το γάλα τους φτιάχνουν γιαούρτι και τυρί)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Αίσωπος, για να μάχ’ να μην είν’ εγωιστής, σ̑άισ̑κ’ ένα μεσέλ’ για το εγωιστή
(Ο Αίσωπος, για να μάθει κάποιος να μην είν' εγωιστής, έφτιαχνε ένα παραμύθι για τον εγωιστή)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Ούλ-λα τα μελίσ̑σ̑α ντε ζάζουν μέλ'
(Όλα τα μελίσσια δεν κάνουν μέλι˙ δεν τα καταφέρνουν όλοι όλα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
κρούω, ποίκω, σάνω, φτιάχνω
6. Χαϊδεύω
Φάρασ.