ισούζης
(επίθ.)
ισ-σούζι
[iˈssuzi]
Τσουχούρ., Φάρασ.
ισ-σι̂́ζ'
[isˈsɯz]
Αξ.
Από το τουρκ. επίθ. ıssız = α) έρημος, κενός β) άγριος, αδιάβατος, όπου και διαλεκτ. τύπ. isüz, issüz, ısız, ısuz.
1. Έρημος, άδειος
ό.π.τ.
:
Πέσε-σ̑ήκω, πέσε-σ̑ήκω ηύρεν ένα ισ-σι̂́ζ' μύλος
(Πέσε-σήκω, πέσε-σήκω βρήκε έναν έρημο μύλο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Aoύτσα τα φσ̑όκ-κα 'πόμειναν μαναχά τουν σο ισ-σούζι τ' ορμάνι 'πέσου
(Έτσι τα παιδάκια έμειναν μοναχά τους μέσα στο έρημο δάσος)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
|| Παροιμ.
Το σπίτι 'πομέν' ισούζι, το ρουσ̑ί ισούζι τζ̑ο 'πομένει
(Το σπίτι μένει άδειο, το βουνό άδειο δεν μένει˙ είναι ευκολότερο για κάποιον να απομονώνεται στο σπίτι του παρά στο ύπαιθρο, όπου κάποιος μπορεί να ακούσει τι λέει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ορφανός
2. Άγριος
Φάρασ.
:
Αλλάχ δώdζ̑ε μες αν ισούζι υιός
(Ο Αλλάχ μάς έδωσε έναν άγριο γιο)
Φάρασ.
-Dawk.