ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ισούζης (επίθ.) ισ-σούζι [iˈssuzi] Τσουχούρ., Φάρασ. ισ-σι̂́ζ' [isˈsɯz] Αξ. Από το τουρκ. επίθ. ıssız = α) έρημος, κενός β) άγριος, αδιάβατος, όπου και διαλεκτ. τύπ. isüz, issüz, ısız, ısuz.
1. Έρημος, άδειος ό.π.τ. : Πέσε-σ̑ήκω, πέσε-σ̑ήκω ηύρεν ένα ισ-σι̂́ζ' μύλος (Πέσε-σήκω, πέσε-σήκω βρήκε έναν έρημο μύλο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Aoύτσα τα φσ̑όκ-κα 'πόμειναν μαναχά τουν σο ισ-σούζι τ' ορμάνι 'πέσου (Έτσι τα παιδάκια έμειναν μοναχά τους μέσα στο έρημο δάσος) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. || Παροιμ. Το σπίτι 'πομέν' ισούζι, το ρουσ̑ί ισούζι τζ̑ο 'πομένει (Το σπίτι μένει άδειο, το βουνό άδειο δεν μένει˙ είναι ευκολότερο για κάποιον να απομονώνεται στο σπίτι του παρά στο ύπαιθρο, όπου κάποιος μπορεί να ακούσει τι λέει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ορφανός
2. Άγριος Φάρασ. : Αλλάχ δώdζ̑ε μες αν ισούζι υιός (Ο Αλλάχ μάς έδωσε έναν άγριο γιο) Φάρασ. -Dawk.