ιστάρι
(ουσ. ουδ.)
ιστάρι
[iˈstari]
Σίλ.
ιστάρ'
[iˈstar]
Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Χαλβάντ.
'στι-έρι
[ˈstieri]
Φάρασ., Φκόσ.
Πληθ.
'στιέρα
[ˈsti-era]
Σατ.
Από το μεταγν. ουσ. ἱστάριον, υποκορ. του αρχ. ἱστός = αργαλειός. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ıstar/ istar = αργαλειός, δάν. από την ελλ. (Tietze 2016, λ. ıstar).
Τροποποιήθηκε: 21/04/2025