ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιστάρι (ουσ. ουδ.) ιστάρι [iˈstari] Σίλ. ιστάρ' [iˈstar] Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Χαλβάντ. 'στι-έρι [ˈstieri] Φάρασ., Φκόσ. Πληθ. 'στιέρα [ˈsti-era] Σατ. Από το μεταγν. ουσ. ἱστάριον, υποκορ. του αρχ. ἱστός = αργαλειός. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. istar = αργαλειός, οπότε υφίσταται η πιθανότητα του αντιδαν.
Αργαλειός ό.π.τ. Συνών. γουβί :2, εργαλειό, τεζκάχι :1, χώστρα