ιστιφλεντώ
(ρ.)
ιστιφλενdώ
[istiflenˈdo]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. istiflemek = στοιβάζω.
Στοιβάζω
Τροποποιήθηκε: 19/01/2025