ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιταάτι (ουσ. ουδ.) ιτ͑αάτ͑ι [itʰaˈatʰi] Φάρασ. ιταάτ' [itaˈat] Ουλαγ. ιταάσ̑' [itaˈaʃ ] Αραβαν. Νεότ. ουσ. ιταάτι και ιταέτι (Mackridge 2021: 30), το οπ. από το τουρκ. ουσ. itaat = υπακοή. H λ. και σε ν.ε. ιδιώμ.
Υπακοή, υποταγή : Ζάζω ιταάσ̑' (Κάνω υπακοή, υπακούω) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Εμέ αν π'κείς ιταάτ, ό,τι κρέεις να σε ντέκω (Αν υπακούσεις σε μένα, θα σου δώσω ότι θέλεις) Ουλαγ. -Κεσ.