ιταάτι
(ουσ. ουδ.)
ιτ͑αάτ͑ι
[itʰaˈatʰi]
Φάρασ.
ιταάτ'
[itaˈat]
Ουλαγ.
ιταάσ̑'
[itaˈaʃ ]
Αραβαν.
Νεότ. ουσ. ιταάτι και ιταέτι (Mackridge 2021: 30), το οπ. από το τουρκ. ουσ. itaat = υπακοή. H λ. και σε ν.ε. ιδιώμ.
Υπακοή, υποταγή
:
Ζάζω ιταάσ̑'
(Κάνω υπακοή, υπακούω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Εμέ αν π'κείς ιταάτ, ό,τι κρέεις να σε ντέκω
(Αν υπακούσεις σε μένα, θα σου δώσω ότι θέλεις)
Ουλαγ.
-Κεσ.