-ίτικος
(επίθμ.)
-ίτικο
[-ˈitiko]
Ανακ., Σινασσ.
-ίτικου
[-ˈitiku]
Μαλακ., Μισθ.
-ίτ'κο
[-ˈitkο]
Ανακ., Αξ.
Μεσν. επίθμ. -ίτικος από το αρχ. επίθμ. -ίτης και το επίθμ. -ικο.
Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. επιθ. (ενίοτε ουσιαστικοπ.) τα οποία δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο έχει την ιδιότητα ή το χαρακτηριστικό που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη
:
αβανισσίτικο
(παστωμένος κέφαλος από την Αβανισσό)
Σινασσ.
κριθαρίτικος
(κριθαρένιος)
Ανακ.
μαλλίτικος
(μάλλινος)
Μισθ.
χατζίτικος
(ο σχετικός με το προσκύνημα στους Άγιους Τόπους)
Ανακ.
ψευτίτικος
(ψεύτικος)
Αξ.
Συνών.
-άδα, -ανός, -άρης, -άρι, -άτος, -ερός :1, -ιακός, -λής, -ώνας