ιφτιρά
(ουσ.)
ιφτιρά
[iftiˈra]
Αραβαν., Ουλαγ.
Νεότ. ουσ. ιφτιράς (Mackridge 2021: 30, 76), το οπ. από το τουρκ. ουσ. iftira = συκοφαντία.
Κατηγορία, συκοφαντία, διαβολή
ό.π.τ.
:
Ντο έπ'κε ντο ιφτιρά λάλ'σε το
(Την συκοφαντία την οποία έκανε (ο χότζας) την φανέρωσε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
|| Παροιμ.
Χεός ας μας φυλάξ̑ει ασ' το γουρού ιφτιρά
(Ο Θεός ας μας φυλάξει από την ξερή κατηγορία˙ ο Θεός να μας φυλά από την ψεύτικη κατηγορία)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
ζέμμι, κόψιμο :3, παράπονο