κόψιμο
(ουσ. ουδ.)
κόψ̑ιμο
[ˈkopʃimo]
Αξ.
κόψιμου
[ˈkopsimu]
Μισθ.
κόψ̑ιμα
[ˈkopʃima]
Σίλ., Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. κόψιμον. Ο τύπ. κόψ̑ιμα με το παραγωγ. επίθμ. -σιμα < -σιμο.
1. Το αποτέλεσμα ή η ενέργεια του κόβω
ό.π.τ.
:
Όρνισας τα τ͑ούγια σέλουσ̑ι κόψ̑ιμα
(Τα φτερά της κότας θέλουν κόψιμο)
-Κωστ.Σ.
Συνών.
κόφτημα
2. Διακοπή, παύση
Φάρασ.