ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κόψιμο (ουσ. ουδ.) κόψ̑ιμο [ˈkopʃimo] Αξ. κόψιμου [ˈkopsimu] Μισθ. κόψ̑ιμα [ˈkopʃima] Σίλ., Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. κόψιμον. Ο τύπ. κόψ̑ιμα με το παραγωγ. επίθμ. -σιμα < -σιμο.
1. Το αποτέλεσμα ή η ενέργεια του κόβω ό.π.τ. : Όρνισας τα τ͑ούγια σέλουσ̑ι κόψ̑ιμα (Τα φτερά της κότας θέλουν κόψιμο) -Κωστ.Σ. Συνών. κόφτημα
2. Διακοπή, παύση Φάρασ.
3. Κατηγορία, ψόγος Αξ. Συνών. έγκλημα, ζέμμι, ιφτιρά