ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κράζω (ρ.) κράζω [ˈkrazo] Ανακ., Αξ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. κράζου [ˈkrazu] Μισθ. Παρατατ. κράγισ̑κα [ˈkraɣiʃka] Φλογ. Αόρ. έκραξα [ˈekraksa] Αξ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. Αρχ. ρ. κράζω.
1. Φωνάζω, λαλώ ό.π.τ. : Το κοϊκονό έκραξεν (Ο πετεινός λάλησε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Λέγω τα σένα, ε Πέτρε, το λαχτόρι πίρμη κράξει, συ του με κατές, 'α ειπείς τζ̑ο κατέχω τα (Λέγω σοι, Πέτρε, οὐ φωνήσει σήμερον ἀλέκτωρ πρὶν ἢ τρὶς ἀπαρνήσῃ μὴ εἰδέναι με ΚΔ Ευ.Λουκ. 22.34) Φάρασ. -Lag. Ξυπνάτ' άλλου! Κράζ'νι ντα κοκονάϊα (Ξυπνήστε πια! Κράζουν τα κοκόρια) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. Το κράζ̑'νε πολλά κοϊκονάγε το νdόπο, αργά φωτίζ̑' (Στον τόπο όπου λαλούν πολλοί πετεινοί, αργά ξημερώνει˙ όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει· μόνο ένας πρέπει να διευθύνει ένα έργο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Τα πουλιά λαλούν ντα, τ' αηδόνια κράζουν (Τα πουλιά τα λαλούν, τ' αηδόνια φωνάζουν) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντου κ͑ερβέν' πέρνασι, έκραξαν τσ̑ι τα κοκονάρια (Το καραβάνι πέρασε, λάλησαν και τα κοκόρια· από γαμήλιο άσμ.) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. λαλώ, μπαγιρντώ, στριγγώ :1
2. Αποκαλώ, ονομάζω Σινασσ. : || Φρ. Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εκράξαμε (Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε˙ όταν κανείς προτρέχει των γεγονότων) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. λαλώ
3. Θορυβώ Αξ. : Τι κράζ̑εις και κείσαι; Κάτσε 'ς τ' εβγά σ'! (Γιατί θορυβείς συνεχώς; Κάτσε στ' αβγά σου!) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.