κοφτέρης
(ουσ.)
κοφτέρ'
[koˈfter]
Φάρασ.
gοφτέρ'
[goˈfter]
Φάρασ.
Από το ρ. κόφτω (θ. κοφτ-) και το παραγωγ. επίθμ. -έρης < -άρης.
Δήμιος
:
Πίταξε ο βασιλός τον κοφτέρ'· είπεν ντι «Του 'ύρεψε 'σ' το Θεό, κόπ' το το τζ̑ουφάλιν ντου»
(Έστειλε ο βασιλιάς τον δήμιο· του είπε «Αυτόν που γύρευε απ' τον Θεό, κόψε του το κεφάλι» )
Φάρασ.
-Dawk.