ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοφτέρης (ουσ.) κοφτέρ' [koˈfter] Φάρασ. gοφτέρ' [goˈfter] Φάρασ. Από το ρ. κόφτω (θ. κοφτ-) και το παραγωγ. επίθμ. -έρης < -άρης.
Δήμιος : Πίταξε ο βασιλός τον κοφτέρ'· είπεν ντι «Του 'ύρεψε 'σ' το Θεό, κόπ' το το τζ̑ουφάλιν ντου» (Έστειλε ο βασιλιάς τον δήμιο· του είπε «Αυτόν που γύρευε απ' τον Θεό, κόψε του το κεφάλι» ) Φάρασ. -Dawk.