κουφόξυλο
(ουσ. ουδ.)
κωφόξυ'ο
[koˈfoksio]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. κουφόξυλον = το φυτό χαμαιάκτη (Sambucus Ebulus). Πβ. και μεσν. κουφοξυλέα (LBG).
Το δένδρο Ακτή η μέλαινα (Sambucus nigra), κοινώς κουφοξυλιά.