ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κούφος (II) (ουσ. ουδ.) κ͑ούφος [ˈkʰufos] Αξ. Από το μεσν. ουσ. κοῦφος = κοιλότητα, κουφάλα, το οπ. από ουσιαστικοπ. του αρχ. επιθ. κοῦφος. Η σημ. ‘σωματική κοιλότητα’ νεότ. Ο μεταπλ. σε -ος πιθ. από αναλογ. επίδρ. άλλων ουδ. σε -ος.
Πρωκτός Αξ. Συνών. τρυπί
Τροποποιήθηκε: 08/03/2025