κούφος (II)
(ουσ. ουδ.)
κ͑ούφος
[ˈkʰufos]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. κοῦφος = κοιλότητα, κουφάλα, το οπ. από ουσιαστικοπ. του αρχ. επιθ. κοῦφος. Η σημ. ‘σωματική κοιλότητα’ νεότ. Ο μεταπλ. σε -ος πιθ. από αναλογ. επίδρ. άλλων ουδ. σε -ος.