κουφολαγηνάς
(ουσ. αρσ.)
κουφολαγηνάς
[kufolaʝiˈnas]
Σινασσ.
Από το επίθ. κούφος (Ι) = κούφιος και το ουσ. λαγήνι και το παραγωγ. επίθμ. -άς, καθώς η φωλιά του αηδονιού προσομοιάζει ως προς το σχήμα με λαγήνι
Το πτηνό αηδόνι.
Συνών.
πουλπούλι