ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουφολαγηνάς (ουσ. αρσ.) κουφολαγηνάς [kufolaʝiˈnas] Σινασσ. Από το επίθ. κούφος (Ι) = κούφιος και το ουσ. λαγήνι και το παραγωγ. επίθμ. -άς, καθώς η φωλιά του αηδονιού προσομοιάζει ως προς το σχήμα με λαγήνι
Το πτηνό αηδόνι. Συνών. πουλπούλι
Τροποποιήθηκε: 23/01/2025