ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοφίνι (ουσ. ουδ.) κ͑οφίνι [kʰoˈfini] Σίλ., Τροχ. κιοφούν' [coˈfun] Γούρδ. Από το μεταγν. ουσ. κοφίνιον, υποκορ. του αρχ. κόφινος. Ο τύπ. κοφίνι ήδη μεσν. Ο τύπ. κιοφούν αντιδάν. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. köfün (< κοφίνι).
Καλάθι, συνήθ. βαθύ ό.π.τ. : Ήφ'ρι μας ένα κ͑οφίνι σταφύλια (Μας έφερε ένα κοφίνι σταφύλια) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ντεΐσ̑ισαμι, γιούμουσαμ' ντα κοφίνιν απέσου (Αλλάξαμε, γεμίσαμε το κοφίνι, ενν. με τα άπλυτα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. ζεμπίλι, κούφα