κοφίνι
(ουσ. ουδ.)
κ͑οφίνι
[kʰoˈfini]
Σίλ., Τροχ.
κιοφούν'
[coˈfun]
Γούρδ.
Από το μεταγν. ουσ. κοφίνιον, υποκορ. του αρχ. κόφινος. Ο τύπ. κοφίνι ήδη μεσν. Ο τύπ. κιοφούν αντιδάν. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. köfün (< κοφίνι).