κόφτω
(ρ.)
κόφτω
[ˈkofto]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Τελμ., Τζαλ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
κόφτου
[ˈkoftu]
Μισθ., Σίλ.
Παρατατ.
κόβισκα
[ˈkoviska]
Τσαρικ.
κόβιξα
[ˈkoviksa]
Μισθ.
κόφτισ̑κα
[ˈkoftiʃka]
Δίλ., Μισθ., Ουλαγ.
κόφτισ̑γκα
[ˈkoftiʃga]
Ουλαγ.
κόφτεινα
[ˈkoftina]
Φερτάκ.
κοφτίνκα
[koˈftiŋka]
Τσουχούρ., Φάρασ.
κoφτσ̑ουνόσκα
[koftʃuˈnoska]
Σίλ.
Αόρ.
έκοψα
[ˈekopsa]
κ.α., Σίλ., Φάρασ.
έκουψα
[ˈekupsa]
Μισθ., Σίλ.
κόψα
[ˈkopsa]
Φερτάκ., Φλογ.
Υποτ.
κόψω
[ˈkopso]
Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Ποτάμ., Τροχ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
κόψου
[ˈkopsu]
Μισθ., Σίλ.
Προστ. Εν.
κόψε
[ˈkopse]
Αξ.
κόψι
[ˈkopsi]
Μισθ.
κόψ'
[kops]
Μισθ.
κόφ'
[kof]
Τσουχούρ.
κόπ'
[kop]
Φάρασ.
Πληθ.
κόψετ'
[ˈkopset]
Μισθ.
Παθ.
κοβούταμαι
[koˈvutame]
Ανακ.
Αόρ.
εκόπα
[eˈkopa]
Τελμ.
κόπα
[ˈkopa]
Ανακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ.
κόφτσ̑ηκα
[ˈkoftʃika]
Σίλ.
Υποτ.
κοπώ
[koˈpo]
Μισθ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
Μτχ.
κομμένος
[koˈmenos]
Φάρασ.
κομμένου
[koˈmenu]
Μισθ.
κοπ'μένο
[kopˈmeno]
Φάρασ., Φκόσ.
κοψ̑ημένου
[kopʃiˈmenu]
Σίλ.
Από το αρχ. ρ. κόπτω. Ο τύπ. κόφτω μεσν. Η σημ. 6 σημασιολ. δάν. από το παθ. kesilmek του τουρκ. ρ. kesmek. Η σημ. 9 σημασιολ. ή μεταφρ. δάν. από το τουρκ. (fıyat) kesmek = κανονίζω (την τιμή). Για τις φρ. με την σημ. ‘σταματώ να μιλώ’ πβ. το τουρκ. sesimi kesmek.
1. Κόβω, με αιχμηρό αντικείμενο προκαλώ πλήρη ή μερική τομή σε υλικό σώμα
ό.π.τ.
:
Βασ̑ιλιός γιολ-λανdι̂́ζ̑' ντυό ασκεριούς να κόψ̑'νε το ξ̑ύλο. Κόφτ'νε, κόφτ'νε, 'πομνήσ̑κ' λίγο
(Ο βασιλιάς στέλνει δυο στρατιώτες για να κόψουν το δέντρο. Κόβουν, κόβουν, μένει λίγο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κόφτου ξύλα για ντου χειμό
(Κόβω ξύλα για τον χειμώνα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κόφτισ̑κιν ντου νεφαλό τ' μι ντου ράμμα
(Έκοβε τον αφαλό του με την κλωστή)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Χερίφος έκοψε ένα ντιλίμ' ψωμί κι έντωκεν ντο σο καμήλ'
(Ο άντρας έκοψε μιά φέτα ψωμί και την έδωσε στο καμήλι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Έκοψεν το ξύο
(Έκοψε το δέντρο)
Φάρασ.
-Dawk.
Έκουψαν κατ'νά τ' ντα π'τάρια
(Του ακρωτηρίασαν τα κάτω άκρα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ύστερα κόψεν κ͑ουϊρούχα τ'
(Ύστερα έκοψε την ουρά της)
Φλογ.
-Dawk.
Αdέ το παλληκάρι τσ̑ας 'α νάρτει αδού σο τζ̑ελέτη κονdά, να κόψετε το τζ̑ουφάλιν ντου
(Όταν αυτό το αγόρι έρθει εκεί στον δήμιο, να κόψετε το κεφάλι του)
Φάρασ.
-Dawk.
Κόψ' ένα κομμάτ' τσ̑ερί
(Κόψε ένα κομμάτι κερί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κόπανε τα βράδε τούνε
(Κόπηκαν οι ουρές τους)
Φάρασ.
-Dawk.
Σ̑έριν ντου κοψ̑ημένου 'ναι
(Το χέρι του είναι κομμένο)
-Κωστ.Σ.
Να ήdουνε το 'τιν ντου κομμένο, χα μποίτζ̑ει είκοσι λίρες
(Αν ήταν το αφτί του κομμένο, θα κόστιζε 20 λίρες)
Φάρασ.
-Dawk.
Να ήdουνε τσ̑αι ντ' άβου το βράδιν ντου κομμένο, χα μποίτζ̑en πεήντα λίρες
(Αν ήταν και η ουρά του κομμένη, θα κόστιζε πενήντα λίρες )
Φάρασ.
-Dawk.
Έπαρ' ψαλία, κόψ'τα
(Πάρε ψαλίδια, κόψε τα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Έκουψα τ' σ̑έρι μ' σ̑ήμερι
(Έκοψα το χέρι μου σήμερα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Έκοψεν ντο ζέσ̑τσ̑ης
(Τον έκοψε η ζέστα˙ Τον κατέβαλε ο πυρετός)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κοψ' κουμμάτ' λάδι
(Κόψε ένα κομμάτι λάδι˙ Πάρε λίγο λάδι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κόπη σο κεφάλι μ'
(Κόπηκε στο κεφάλι μου˙ Μου έγινε πονοκέφαλος)
-Κωστ.Μ.
Κοφτίνκες, ραφίνκες
(Έκοβες κι έρραβες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ντο γκουσγκούνι λλε γκόπ'σε
(Το ζωνάρι σου πια κόπηκε˙ Αποθρασύνθηκες, έγινες πια ασυνείδητος)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Κόπηνε η χωρά τ'
(Κόπηκε η χροιά του, η όψη του˙ Έγινε ωχρός)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Παροιμ.
Όπσ̑ο νταχτύλ' να κόψ̑εις σiλανdι̂́ζ̑'
(Όποιος δάχτυλο να κόψεις πονάει˙ Οι γονείς αγαπούν το ίδιο όλα τα παιδιά τους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το ποιο το νταχτσ̑ύλι σ' να κόψ̑εις και ντε πονέεις;
(Όποιος δάχτυλο να κόψεις πονάει˙ Οι γονείς αγαπούν το ίδιο όλα τα παιδιά τους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Του κόφτει το μασ̑αίρι αρούται· του κόφτει η γουώσσα τζ̑ο αρούται
(Ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται· ό,τι κόβει η γλώσσα δεν γιατρεύεται˙ Τα κακά λόγια είναι πιο επικίνδυνα από τις κακές πράξεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Α νομάτ' τον αφό του ν'dα κόψει μοναχός του
(Ένας άνθρωπος τον ομφαλό του να τον κόψει μοναχός του˙ ας αφήσουμε τον καθένα να κάνει ό,τι καταλαβαίνει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Φερέτε το σπαθίτσι μου, που κοφτ' ομπρός και πίσω
(Φέρτε το σπαθί μου το δίκοπο)
Φερτάκ.
-Αλεκτ.
β.
Η παθ. μτχ., υποτιμητικά με τους Τούρκους
Φάρασ.
γ.
Αποσπώ κάτι από ένα ευρύτερο σύνολο
:
Εσένα βάβα σ', οπ' κόφτει ντα μαλλιά σ', να σε φαξ'
(Εσένα ο πατέρας σου την ώρα που θα σου κόβει τα μαλλιά, θα σε σφάξει
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Μι ντ' αξινάρ' κόβιξαμ' ντα πουρνάρια
(Με την αξίνα κόβαμε τα πουρνάρια
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Εφτά στρέμμαδα αbέλ' τσ̑άκουσα ντα μύτη τ', ούλα έκουψα δα
(7 στρέμματα αμπέλι έκοψα τις κορυφές τους, όλα τα έκοψα
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
bήγεν να κόψ̑ει εκείνα τα ξέβαλαν τα κέρατα
(Πήγε να κόψει εκείνα τα κέρατα που είχαν βγει
)
Φλογ.
-Dawk.
Ετό το κορίτσ' άσο χολή τ' πήγε να κόψ̑' ορμανιού τα δενdρά
(Αυτό το κορίτσι από τον θυμό του πήγε να κόψει τα δέντρα του δάσους
)
Σίλατ.
-Dawk.
«Kόψι δα», λέ', «να έρτου να 'α πάρου»
(«Κοψ' τα», λέει, «να έρθω να τα πάρω"
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Έπαρ' ψαλία, κοψ' τα
(Πάρε ψαλίδι, κοψ' τα (τα μαλλιά)
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τόν Άι-Δηρμήτ’ κοφτίνκανι τα σταφύλα
(Τον Οκτώβριο τρυγούσανε τα σταφύλια
)
Τσουχούρ.
-ΚΜΣ-CD
|| Ασμ.
Τον Μάην αbέλιν έκοψε, τον Μάην εδικήθην
(Τον Μάη κλάδεψε αμπέλι, τον Μάη παντρεύτηκε)
Φερτάκ.
-Αλεκτ.
2. Παύω, διακόπτω
ό.π.τ.
:
Του κλάψιμα κόψετ' του
(Το κλάμα κόψτε το)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τζ̑ας ήρτ͑ες συ κοντά μου, το νερό 'σ' την αγκουρένα 'γώ είχα το κοπμένο
(Όταν ήρθες, το είχα κομμένο από τον κήπο)
Φάρασ.
-Αναστασ.
-Διατσί έκοψες τα νερά; ρώτησέ τον Ιλαγκός. –Να ποτσίσω, λέει άγρια κακοχριστιανός
(Γιατί έκοψες την ροή του νερού; τον ρώτησε ο Ιλαγκός- Για να ποτίσω, λέει άγρια ο κακός Χριστιανός)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Κόφτω το καdζ̑ί σου
(Διακόπτω την ομιλία σου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
|| Φρ.
Κόφτω ασ' το βυζ̑ί
(Κόβω απ' το βυζί˙ Απογαλακτίζω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κόφτου απ' του βυζ̑ί
(Κόβω απ' το βυζί˙ Απογαλακτίζω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κόφτω τα μάτια τ'
(Κόβω τα μάτια του˙ Διαφεύγω την προσοχή του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κόφτσ̑ηκι ψ̑υσ̑ή μου
(Κόπηκε η ψυχή μου˙ Τρόμαξα)
-Κωστ.Σ.
Καριά μου κόψε
(Κόπηκε η καρδιά μου˙ Τρόμαξα)
Φερτάκ.
Κόφτω το γούρι τ'
(Κόβω το γούρι του˙ Τον προσπερνώ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κόφτω το φσ̑αχ'
(Κόβω το μωρό˙ Απογαλακτίζω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κόψε το σεσ'
(Κόψε την φωνή˙ Μη μιλάς)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κόφτω το σάσι μου
(Κόβω την φωνή μου˙ Παύω να μιλώ)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Να κοπούν τα χρόνια σ'
(Να σταματήσουν τα χρόνια σου˙ Να πεθάνεις)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Έκουψαν τσ̑η γλώσσαν ντους
(Έκοψαν την γλώσσα τους˙ Σταμάτησαν να μιλούν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Έκουψιν ντα του παιρί
(Το σταμάτησε το παιδί˙ Απογαλάκτισε το παιδί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κόφτω το καdζ̑ί σου μο το μέλι
(Κόβω τον λόγο σου με το μέλι˙ Σε διακόπτω ευγενικά)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Κόπαν τα νερά μ'
(Κόπηκαν τα νερά μου˙ Έσπασαν τα νερά, ήρθε η ώρα του τοκετού)
Ανακ.
-ΚΜΣ-ΚΠ151
Συνών.
σταματίζω, στέκω
3. Σφάζω
Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ.
:
Όλους τους Χριστιάνοιρι σε τους κόψου, μικροί μεγάλοι
(Όλους τους Χριστιανούς θα τους σφάξω, μικρούς και μεγάλους)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Άμα bαγiρντά όρνισα, καλό ρεν ντα έχουμι. Κόφτουμ' τσ̑η εκεί τ' σαγάτσι
(Άμα κράζει η κότα, δεν το' χουμε σε καλό. Την σφάζουμε εκείνη την ώρα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ήταν παλιό χωρίο ρωμέικο· το έκοψαν
(Ήταν ένα παλιό ελληνικό χωρίο· τους έσφαξαν)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-ΚΠ294
Έκοψαν και έκαναν το γεμέκα και έφαγά το
(Το έσφαξαν (ενν. το βουβάλι) και το έκαναν φαγητό και το έφαγαν)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Κόφτισ̑καν πρόγατα, κουρμπάνια, αρνιά
(Έσφαζαν πρόβατα, θυσίες, αρνιά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Το θύρα δεν σαλιέται κι αποπίσω τ' σέμαν τουσ̑μάν' κι έκοψαν το ούλλο το κάστρο
(Η πόρτα δεν κλείνει, κι αποπίσω της μπήκαν εχθροί κι έσφαξαν όλο το κάστρο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Κόφτειναμ’ αγελάδες, σάνισκαμ’ παστουρμάδες, γιόμ’ζαμ’ σουdζούκα
(Σφάζαμε αγελάδες, φτιάχναμε παστουρμάδες, παραγεμίζαμε σουτζούκια)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Να σε κόψει πανούκλα
(Να σε αφανίσει πανούκλα˙ αρά)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
Συνών.
κλαδεύω :2
4. Μτφ., κατηγορώ, κατακρίνω
Αξ., Αραβαν., Σίλ.
:
Το κορίσ̑' έκοψαν ντο
(Το κορίτσι το κατηγόρησαν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το κορίτσ̑' κρίμα 'ναι! Με το κόφτεις
(Το κορίτσι κρίμα είναι! Μην το κατηγορείς)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αυτσ̑ή κόφτσ̑ει ούλουν ντουν γκόσμου
(Αυτή κατηγορεί όλο τον κόσμο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
αγιπλατίζω, γαριέζω :1, γαχουρλαΐζω, κινατίζω, λογαριάζω
5. Κατασκευάζω (κόβοντας, αποσπώντας υλικό από νεα μεγαλύτερο κομμάτι υλικού)
Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ.
:
Άμε, κόψε ρούχα
(Πήγαινε, φτιάξε ρούχα)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Ασμ.
Έλα ας κόψουμε κλειδιά, ας κόψουμ' αναχτήρια
(Έλα ας φτιάξουμε κλειδιά, ας φτιάξουμε κλειδιά)
Φερτάκ.
-Αλεκτ.
β.
Μεσοπαθ., μεταμορφώνομαι, μετατρέπομαι, γίνομαι κάτι
ό.π.τ.
:
Να κοπούμ' κ͑αϊγέδια
(Θα μεταμορφωθούμε σε πέτρες
)
Τελμ.
-Dawk.
Οι λίρες κόπανε στάχτη
(Οι λίρες έγιναν στάχτη
)
Φάρασ.
-Dawk.
Κόπεν σατράπης
(Έγινε τύραννος
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Τι κόπες ντο κιφάλι μ';
(Τι κόπηκες στο κεφάλι μου
˙
Τι μου έγινες;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
'Σ σό τζ̑ουφάλι μου πώς κόπης;
(Τι κόπηκες στο κεφάλι μου
˙
Τι μου έγινες;)
Φάρασ.
-Αναστασ.
6. Κανονίζω, διαπραγματεύομαι, συμφωνώ κάτι
Αφσάρ., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ.
:
Χάϊdε σο σπίτι 'α υπάμι, να κόψουμ' το αϊλίχι σου, να κόψουμ' τα παράδα σου
(Άντε πάμε στο σπίτι, να κανονίσουμε τον μισθό σου, να κανονίσουμε τα χρήματα που θα παίρνεις)
Αφσάρ.
-Dawk.
Εκόψανε 'σ' τιμής
(Παζαρέψανε, κανονίσανε την τιμή)
Φάρασ.
-Dawk.
Κόφτει την τιμή του
(Κανονίζει την τιμή του)
Μαλακ.
-Παχτ.
Κομμένου 'τον ένας χρόνος
(Τι συνηθισμένο (το κοινωνικά κανονισμένο για έναν αρραβώνα) ήταν ένας χρόνος)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
7. Είμαι κοφτερός
Αξ., Μισθ., Φάρασ.
:
|| Φρ.
Το 'μόν το 'χίλι κόφτει
(Το δικό μου το μυαλό κόβει˙ Μου φαίνεται καλό, ορθό)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Μελόζ ουσ' ντε κοφτ'
(Το μυαλό σου δεν κόβει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.