στέκω
(ρ.)
στέκω
[ˈsteko]
Φάρασ.
στέκου
[ˈsteku]
Μαλακ., Σίλ.
στέκνω
[ˈstekno]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλατ., Φάρασ., Φλογ.
στέχνω
[ˈstexno]
Ουλαγ., Φλογ.
στέγνω
[ˈsteɣno]
Γούρδ.
στήκνω
[ˈstikno]
Ανακ., Φάρασ.
Αόρ.
ήστεκα
[ˈisteka]
Ανακ.
Παθ.
στέκουμαι
[ˈstekume]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ.
στέκουμι
[ˈstekumi]
Μαλακ., Μισθ., Σίλ.
στέκνουμαι
[ˈsteknume]
Αξ.
στήκνομαι
[ˈstiknome]
Φάρασ.
στήκνουμαι
[ˈstiknume]
Φάρασ.
ιστάμι
[iˈstami]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ.
Παρατατ.
στεκόμουν
[steˈkomun]
Γούρδ.
στεκόνdισκα
[steˈkondiska]
Σίλ.
στεκινόσκα
[steciˈnoska]
Σίλ.
Αόρ.
εστάθα
[eˈstaθa]
Τελμ.
ιστάθα
[iˈstaθa]
Κίσκ.
στάθα
[ˈstaθa]
Ανακ., Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ., Φλογ.
έσταχα
[ˈestaxa]
Αξ., Ουλαγ.
ιστάχα
[iˈstaxa]
Κίσκ.
στάχα
[ˈstaxa]
Αξ., Γούρδ., Μισθ., Μπέηκ., Τροχ.
στήγα
[ˈstiɣa]
Ανακ.
στάθην
[ˈstaθin]
Ανακ.
έσταγα
[ˈestaɣa]
Ουλαγ.
εστάγια
[eˈstaʝa]
Ουλαγ.
στάγα
[ˈstaɣa]
Γούρδ.
στάρα
[ˈstara]
Αραβαν.
στάσα
[ˈstasa]
Σίλ.
Υποτ. Εν.
στέκνω
[ˈstekno]
Ουλαγ., Φλογ.
στέκουμι
[ˈstekumi]
Μισθ.
Αόρ.
σταθώ
[staˈθo]
Αφσάρ., Φάρασ.
ισταθώ
[istaˈθo]
Αφσάρ.
στασώ
[staˈso]
Σίλ.
στατώ
[staˈto]
Φερτάκ.
σταρώ
[staˈro]
Αραβαν.
σταχώ
[staˈxo]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ.
σταγώ
[staˈɣo]
Ουλαγ.
Προστ. Εν.
στάθου
[ˈstaθu]
Φάρασ.
ιστάχου
[iˈstaxu]
Τσουχούρ.
στάσε
[ˈstase]
Ουλαγ.
στάσι
[ˈstasi]
Μισθ.
στα
[sta]
Σινασσ.
dάσε
[ˈdase]
Ουλαγ.
στάχα
[ˈstaxa]
Σίλ.
στάσα
[ˈstasa]
Σίλ.
στασ'
[stas]
Μισθ.
στα
[sta]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Σίλατ., Φερτάκ.
αστά
[aˈsta]
Τελμ.
στάτι
[ˈstati]
Μαλακ.
στέκα
[ˈsteka]
Ποτάμ., Τροχ.
Πληθ.
σταθείτε
[staˈθite]
Φάρασ.
ιστάθειτι
[iˈstaθiti]
Τσουχούρ.
σταχάτι
[staˈxati]
Σίλ.
στασάτι
[staˈsati]
Σίλ.
στασέτ'
[staˈset]
Ουλαγ.
στάσ'τι
[ˈstasti]
Αφσάρ.
στατέστι
[staˈtesti]
Μαλακ.
στατέτι
[staˈteti]
Μαλακ.
στατέτ'
[staˈtet]
Αξ., Ποτάμ., Σίλατ., Φερτάκ.
αστάτε
[aˈstate]
Τελμ.
στάτ'
[stat]
Φλογ.
Μτχ.
στεκνημένο
[stekniˈmeno]
Ουλαγ., Τελμ.
Από το μεταγν. ρ. στήκω (στην σημ. 1), το οπ. από τον αρχ. πρκ. ἕστηκα του ρ. ἵστημι. Ο τύπ. στέκω μεσν., με επίδρ. του ρ. στένω = στήνω. Για την ένθεση του έρρινου χαρακτήρα [n] στο στέκνω βλ. Χατζιδάκις, ΜΝΕ Α΄, 291 και πβ. διώκω > διώχνω, φέρω > φέρνω. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του στήκνω. Οι τύπ. στέγνω και στέχνω με αφομ. κατά τον τρόπο άρθρωσης [kn > ɣn] και στην συνέχεια ανομ. ως προς την ηχηρότ. στην περίπτωση του στέχνω. Ο τύπ. ιστάμι ίσως ανάγεται στο αρχ. ρ. ἵσταμαι, μέσ. ενεστ. του ρ. ἵστημι. Η σημ. 6 με την περιφραστ. χρήση που δηλώνει διάρκεια, ήδη νεότ. αλλά κατά τουρκ. επίδρ., βλ. Dawkins (1916: 199).
1. Δεν κινούμαι, παύω να κινούμαι
ό.π.τ.
:
Τσ̑ι στέκεσαι; Ντέν ντo ΰξεζ μι τσ̑ι είπα;
(Τι στέκεσαι; Δεν το άκουσες τι είπα;)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ορτίς με στέκισι
(Μη στέκεσαι όρθιος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τ̔ι στέκνεσαι 'μbρό μ' ορτοσ̑τηγμένο;
(Τι στέκεσαι μπροστά μου όρθιος στημένος;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ολόρτα στεκινόσκι
(Στεκόταν ολόρθος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τσ̑ι στάρεις οπίσω μ';
(Τι στάθηκες πίσω μου;)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Obρό μ' με στέκνεις
(Μη στέκεσαι εμπρός μου)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Να στασεί 'ς κιοσέ και να γεβεί
(Να σταθεί στην γωνία για να περάσει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'φοdές πααίνκαν, δώdζ̑εν αν τσ̑ολάχος μερμήτζ̑ι αλία· είπε ντι κι «Στάθου".
(Καθώς περνούσαν, ένα μυρμήγκι που είχε χάσει ένα πόδι φώναξε και είπε «Στάσου" )
Φάρασ.
-Dawk.
Σεις σταθείτε αδέ· να μπω 'γώ 'πέσου
(Εσείς σταθείτε εδώ· θα μπω εγώ μέσα)
Φάρασ.
-Dawk.
Το 'να μας 'α σταεί ιγιού
(Ένας από μας ας παραμείνει εδώ)
Ουλαγ.
-Dawk.
'α σταγεί ντο ορτανdζ̑ά
(Ας παραμείνει εδώ ο μεσαίος αδελφός)
Ουλαγ.
-Dawk.
Τα φσ̑άχα στάθανε εκεί πέρα
(Τα παιδιά στάθηκαν εκεί πέρα)
Φλογ.
-Dawk.
Ισ̑είτ να μη στέκνειdε κονdά μ'
(Εσείς μη στέκεστε κοντά μου)
Φλογ.
-Dawk.
Στέχνει τσ̑ιράχ'
(Παραμένει (εκεί) ως υπηρέτης)
Φλογ.
-Dawk.
Στάγη σο τυρπί ομbρό και όσα έβγαιναν σκοτώνεν ντα
(Στάθηκε μπροστά στην τρύπα και σκότωνε όσους έβγαιναν)
Γούρδ.
-Dawk.
Δου ελάφ' στάχην απότομα
(Το ελάφι σταμάτησε απότομα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Στάτ' λίο, στάτ' λίο, λεει
(Σταθείτε λίγο, σταθείτε λίγο, λέει)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Στέκνουμαι στο πρόσωπο
(Στέκομαι στο πρόσωπο˙ Αντιλέγω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Στέκνω εξομολόγησ̑η
(Στέκομαι για εξομολόγηση˙ Εξομολογούμαι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ορτά στέκνω
(Ορθά στέκομαι˙ Κάθομαι φρόνιμα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Στέκουμι στον πλιματικό
(Στέκομαι στον πνευματικό˙ Πάω να εξομολογηθώ)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Στάη στου γουργούρι τ'
(Στάθηκε στον λαιμό του (το φαγητό))
-Κωστ.Μ.
Στἀσ'κι του γούργουρου
(Στάθηκε στον λαιμό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Στέκνω ντο παπά
(Στέκομαι στον παπά˙ Εξομολογούμαι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
|| Παροιμ.
Νηστικός στήκνεις· 'υμνός τζ̑ο πορείς να σταθείς
(Νηστικός στέκεσαι· γυμνός δεν μπορείς να σταθείς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Μη ρωτάς, δώσε· μη στήκνεσαι, δώσε
(Μη ρωτάς, δώσε· μη στέκεσαι, δώσε˙ Όταν μας γυρεύουν, όλο να δίνουμε)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Αχ, στα, αχ, στα, γενίdζαρε, στα να σε παραγγείλω
(Αχ, στάσου, αχ, στάσου, γενίτσαρε, στάσου να σου δώσω οδηγίες)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Σταματώ να κάνω κάτι
Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ.
:
Τέσσερα χρόνους στάθα ένα, ένα χρόνος στάθα άλλο
(Μια φορά δεν εργαζόμουν για τέσσερα χρόνια, μιά άλλη φορά για έναν χρόνο)
Ανακ.
-Cost.
Στάσα, μην καλανdζ̑εύεις
(Σταμάτα, μη μιλάς)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ας πουμ' τσι τ' άλλου. Στάσι!
(Ας πούμε και τ' άλλο. Σταμάτα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
στεκνημένος
(σταματημένος)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Το μύλος άπανσι στάρη, ντεν αλένει
(Ο μύλος ξαφνικά σταμάτησε, δεν αλέθει)
Αραβαν.
-Φωστ.
Πού στάθα; Α! Ηύρα το
(Πού σταμάτησα (ενν. το διάβασμα); Α, το βρήκα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
σταματίζω, κόφτω
3. Παύω (για καιρικά φαινόμενα)
Αξ.
:
Κιριός στάχεν
(Ο άνεμος σταμάτησε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Στάην βρεχός
(Στάθηκε η βροχή˙ Σταμάτησε η βροχή)
-Κωστ.Μ.
Στά'σκι άνουμους
(Στάθηκε ο άνεμος˙ Σταμάτησε ο άνεμος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
4. Περιμένω
Μισθ.
:
Ένα μέρα να σταχεί
(Να περιμένει μιά μέρα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
απαντέχω, βλέπω, γκιοζλετίζω, φυλάγω
5. Παραμένω
κ.α., Μισθ., Φερτάκ.
:
Το ταντούρι μ' ας στατεί εdού και νά 'ρτω να το πάρω
(Το ταντούρι μου ας παραμείνει εδώ, και θά 'ρθω να το πάρω)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Στάη πόσις ώρις, ους να βρα'ύν' στάη σου λερό μέσα
(Έμεινε πόσες ώρες, μέχρι να βραδυάσει έμεινε μέσα στο νερό)
6. Σε παρατακτική σύνδεση με άλλο ρήμα, δηλώνει διάρκεια
Αραβαν., Σίλ.
:
Τρώει και στέκ'
(Τρώει συνεχώς)
-Φωστ.-Κεσ.
Τρανά στέκιτι στα μάτσ̑α τ' απάνου
(Τον κοιτάζει κατάματα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
7. Μτβ., στήνω
Ανακ.
8. Μτβ., φυτεύω δέντρα
Ανακ.