απαντέχω
(ρ.)
απανdέχω
[apanˈdexo]
Αραβαν., Σίλ.
'πανdέχω
[panˈdexo]
Ανακ., Μαλακ., Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
'πανdέχου
[panˈdexu]
Φάρασ.
'πανdέω
[panˈdeo]
Αξ., Μισθ.
'πανdέου
[panˈdeu]
Μισθ.
'πανdώ
[panˈdo]
Μισθ.
'πανdηχαίνω
[pandiˈçeno]
Σινασσ.
'σπανdέχω
[spanˈdexo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν.
Παρατατ.
’πανdέχισκα
[panˈdeçiska]
Σινασσ.
’πανdι-έσκα
[pandiˈeska]
Φάρασ.
Προστ. Εν.
απάνdεσ̑ε
[aˈpandeʃe]
Ουλαγ.
’πανdέχα
[panˈdexa]
Φάρασ.
Mεσν. ρ. ἀπαντέχω (< αμάρτ. ὑπαντέχω). Ο τύπ. παντέχω επίσης μεσν., πβ. Μαχ. 378.25 «μηδέν ’παντέχει ὅτι ἐρεβελιάσαμεν». Ο τύπ. παντηχαίνω επίσης μεσν., πβ. Διαθ. Σολομ. 116.1 «καὶ ἀπαντείχενεν ὁ βασιλεὺς τὸ παιδίον να φέρῃ καὶ τοὺς δαίμονας ». O τύπ. πανdεώς πιθ. συνεκφ. με τον ειδ. σύνδ. ως.
1. Περιμένω
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Έχω άνdρα στην ξενιτειά τώρα δώδεκα χρόνους
κι ακόμη τρεις τον καρτερώ, και τρεις τον απανdέχω ( (Έχω άντρα στην ξενιτιά εδώ και δώδεκα χρόνια
κι ακόμα τρία τον καρτερώ και τρία τον περιμένω)) Σινασσ. -Lag. Συνών. βλέπω :3, γκιοζλετίζω, φυλάγω, στέκω
κι ακόμη τρεις τον καρτερώ, και τρεις τον απανdέχω ( (Έχω άντρα στην ξενιτιά εδώ και δώδεκα χρόνια
κι ακόμα τρία τον καρτερώ και τρία τον περιμένω)) Σινασσ. -Lag. Συνών. βλέπω :3, γκιοζλετίζω, φυλάγω, στέκω
2. Υποθέτω, νομίζω
Ανακ., Αξ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
:
Τες λ̑ίρες ως τες ρών̑-ν̑ει, σωρούν ντου μπασ̑κάροι άρτουπουροι, κι απανdέχουσ̑ι, τούτους έσ̑ει πολλά παρά κι
(Καθώς δίνει τις λίρες, τον βλέπουν οι άλλοι άνθρωποι, και υποθέτουν: «Aυτός έχει πράγματι πολλά λεφτά»)
Σίλ.
-Dawk.
Απανdέσ̑' ότσ̑ι 'εναίκα του αγαπά γκανείνα
(Υποθέτει ότι η γυναίκα του αγαπάει κάποιον)
Σίλ.
-Dawk.
Πολύ τσ̑ιρκέρι ’ναι, απανdέεις το έσ̑ει λάρι
(Είναι πολύ βρώμικος, νομίζεις ότι έχει λάδι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Ογώ πανdέω χάης
(Εγώ νόμιζα ότι πέθανες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
’πανdέεις μέρα ήτον
(Νόμιζες ότι ήταν μέρα, ενν. όταν είχε πανσέληνο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Επέ! ετό τ' είναι, εδώ πέρα είνdαι και ανθρώπ', εγώ πανdεώς στάβλος ’τονε
(Μπα! Τι είναι αυτό, εδώ είναι και άνθρωποι, εγώ νόμιζα ότι ήτανε στάβλος)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ο Τούρκος σαστουρτάται και ’πανdέσ̑' ο Θεός το πίταξεν για να τον παιδέγ'
(Ο Τούρκος σαστίζει και νομίζει ότι το έστειλε ο Θεός για να τον τιμωρήσει)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
'πανdι-έσκα είνι αν καό νομάτ'
(Νόμιζα ότι είναι καλός άνθρωπος)
Φάρασ.
-Bağr.
’πανdέχου κι τίπους τζ̑ο 'πόμεινι
(Νομίζω ότι δεν έμεινε τίποτα)
Φάρασ.
-Bağr.
Iτά ρα ’παντώ μ' τσανό 'νι
(Αυτός μου φαίνεται ότι είναι τρελός)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
'πανdέχισκεν πως ήρτεν η κόρη της, ανοίγ' το παράθυρο και τρανά το σκυλί μονάχο
(Νόμιζε πως ήρθε η κόρη της, ανοίγει το παράθυρο και βλέπει μόνο το σκυλί)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
’παντέχω τσ̑' εγώ α γαμπρός ηύρες μα
(Νόμιζα κι εγώ ότι μου βρήκες γαμπρό)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Τρώισκις, παντές, παντόομ', σ̑ακιάρ' ’δουν· κόκα άμα τρώισκις, παντόμες απ' του σ̑ακιάρ' πιο καλό ηδουν
(Έτρωγες, νόμιζες, νομίζαμε, ότι ήταν ζάχαρη· κόρα άμα έτρωγες, νόμιζες ότι ήταν πιο καλή απ' την ζάχαρη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Ο καθείς το καρύδι τ' μούσκο τ' απαντέχει
(Ο καθένας την πορδή του την νομίζει μόσχο ευωδιαστό˙ σπανίως κατακρίνει κανείς τον εαυτό του)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
θαρρεύω :2
β.
Ως επίρρ., στο β΄ εν., τάχα, δήθεν, λες και, μαθές
Αξ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
:
Ποίκεν 'να μαχανά να σωρόψει χορτάρα παντές
(Έκανε ένα τέχνασμα, δήθεν ότι θα μαζέψει χόρτα
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Μποίκαμ' πολλά ημέρες 'σον τράντσαμ’ τάλασσα. Είπάμ’ ετό τι έν', πανdεείς κοπάdια προβάτ’ κειόσαν
(Kάναμε πολλές μέρες ώσπου να δούμε θάλασσα. Είπαμε αυτό τι είναι, λες και ήταν κοπάδια πρόβατα
)
Αξ.
-Παυλίδ.
Χτίστην ένας λουτρός που στον κόσμο δεν βρίσκετο, με γούρνες και με νερό αθάνατο, που όποιος λούζετο πάνdεχε που γεννιούταν καινούργια ασ' τη μάνα τ'
(Χτίστηκε ένα λουτρό που σαν κι αυτό δεν υπήρχε στον κόσμο, με γούρνες και με νερό αθάνατο, όπου όποιος πλενόταν ήταν σαν να είχε μόλις τώρα γεννηθεί από την μάνα του
)
Σινασσ.
-Αρχέλ.