ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αξινάρι (ουσ. ουδ.) ’ξινάρι [ksiˈnari] Φκόσ. αξινάρ' [aksiˈnar] Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ. αξ̑ινάρ' [akʃiˈnar] Μισθ., Τσαρικ., Φλογ. αχτσ̑ινάρ' [axtʃiˈnar] Τελμ. αξιπάρ' [aksiˈpar] Τελμ. αξιμάρ' [aksiˈmar] Σινασσ., Τελμ. αστιμάρι [astiˈmari] Ποτάμ., Τζαλ., Φάρασ. αστιμάρ' [astiˈmar] Ανακ., Ουλαγ. ασ̑τιμάρ' [aʃtiˈmar] Αξ., Δίλ., Φλογ. 'στιμάρ' [stiˈmar] Γούρδ., Φερτάκ., Φλογ. 'στσ̑ιμάρ' [stʃiˈmar] Αραβαν., Μισθ. ’τσιμάρ' [tsiˈmar] Γούρδ. αστουμάρι [astuˈmari] Σινασσ. Από το μεταγν. ουσ. ἀξινάριον > μεσν. ἀξινάρι.
Αξινάρι ό.π.τ. : Μι ντ' αξινάρ' κόβιξαμ' ντα πουρνάρια (Με το αξινάρι κόβαμε τα πουρνάρια) Μισθ. -Κοτσαν. Λάβους απ' αξινάρ' (Χερούλι του αξιναριού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Το κόμμα μου τ͑εμιστέτσα το με το αξ̑ινάρ' (Το χωράφι μου το καθάρισα με το αξινάρι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Πααίνισ̑καμ’ να σπείρουμ’ με το ασ̑τιμάρ’ (Πηγαίναμε να σπείρουμε με το αξινάρι) Ανακ. -Κωστ.Α. Με το αστιμάρι δούλευαμ', πάντοτε το αστιμάρι είχαμε· το ζευγαρικό έπεφτε ρηχό (Δουλεύαμε με την αξίνα, πάντα την αξίνα είχαμε· το όργωμα με βόδια έβγαινε ρηχό) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τα νυφάδες πήραν τα σ̑τιμάρα, πήγαν άνοιξαν τα κλήματα (Οι νύφες πήραν τα αξινάρια, πήγαν έσκαψαν τα κλήματα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811