απανωθιό
(επίρρ.)
απανωθιό
[apanoˈθço]
Σινασσ.
Από το μεσν. επίρρ. ἀπανωθιό, το οπ. από την πρόθ. ἐπί και το επίρρ. ἄνωθεν.
Άνωθεν, από πάνω
Συνών.
αποπάνω