απανωλάκκι
(ουσ. ουδ.)
απανουλάκκ'
[apanuˈlak]
Μαλακ.
Πληθ.
απανουλάκκια
[apanuˈlaca]
Μαλακ.
Από το επίρρ. απάνω και το ουσ. λακκί.
Πέτρινη λαξευτή δεξαμενή, όπου αποθηκεύεται το νερό του πηγαδιού
Πβ.
κατωλάκκι